Ο επίμονος πληθωρισμός επιβαρύνει τις μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες.
Από τους Rob Copeland και Stacy Cowley/New York Times
Την Παρασκευή, η Citi, η JPMorgan Chase και η Wells Fargo ανακοίνωσαν τα αποτελέσματα τους που περιέχουν ενδείξεις ότι παρά τις πρόσφατες καλές ειδήσεις για τον πληθωρισμό, η αμερικανική οικονομία εξακολουθεί να ταλαντεύεται. Η JPMorgan και η Wells Fargo ανέφεραν ότι οι συνολικές καταθέσεις τους μειώθηκαν και ότι αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα μέσα επιτόκια στους λογαριασμούς επιταγών και ταμιευτηρίων -δηλαδή, καλά νέα για τους δανειολήπτες αλλά όχι για τις ίδιες τις τράπεζες.
Οι μεγάλες τράπεζες, όπως και άλλοι επενδυτές, έπρεπε να αντιμετωπίσουν φέτος τα υψηλά επιτόκια της FED. Και ενώ αυτά βοηθούν τους δανειστές επιτρέποντας να ονειρεύονται ευρύτερα κέρδη από τα δάνεια, αποτρέπουν επίσης τους πελάτες τους από το να αναλάβουν νέα χρέη, μια μεγάλη πηγή εσόδων για τις τράπεζες.
Πράγματι, οι μετοχές της Wells Fargo έκλεισαν περίπου 6% χαμηλότερα, αφού η τράπεζα ανέφερε ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους -μια προσεκτικά παρακολουθούμενη χρηματοοικονομική μέτρηση που ουσιαστικά μετρά πόσα χρήματα βγάζει η τράπεζα από τον δανεισμό- υποχώρησαν κατά 9%, στα 11,9 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις «παρέμεινε χλιαρή», δήλωσε ο Charles W. Scharf, διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας.
Η τράπεζα ανέφερε κέρδη 4,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ελαφρώς μειωμένα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, με έσοδα 20,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αυξημένα κατά 1 τοις εκατό σε σχέση με πέρυσι.
Η πρόσφατη ιστορία των σκανδάλων της τράπεζας συνεχίζει να την στοιχειώνει, με το κόστος αποκατάστασης πελατών να αυξάνει τα έξοδα της. Η Wells Fargo συνεχίζει να λειτουργεί με ανώτατο όριο περιουσιακών στοιχείων, που επιβλήθηκε από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα το 2018, που την εμποδίζει να επεκταθεί πέρα από το τρέχον μέγεθός της. Η ίδια έχει πληρώσει δισεκατομμύρια σε πρόστιμα και επιστροφές χρημάτων σε πελάτες για παραπτώματα, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ψευδών λογαριασμών για πελάτες χωρίς τη συγκατάθεσή τους, της παράνομης ανάκτησης αυτοκινήτων και κατοικιών ορισμένων δανειοληπτών και χρέωσης ακατάλληλων τελών υπερανάληψης.
«Εστιάζουμε στην επένδυση της ανάπτυξης της επιχείρησης», είπε ο Scharf σε μια κλήση με αναλυτές. «Είμαστε επικεντρωμένοι στο να ξοδέψουμε ό,τι είναι απαραίτητο για τη δημιουργία της σωστής υποδομής κινδύνου και ελέγχου».
Την ίδια στιγμή, η Citi προειδοποίησε ότι υποφέρουν ιδιαίτερα οι φτωχότεροι πελάτες της. «Παρακολουθούμε πολύ στενά τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και τον αντίκτυπο των επιτοκίων» σε πελάτες με χαμηλότερο εισόδημα, δήλωσε στους δημοσιογράφους ο οικονομικός διευθυντής της Citi, Mark Mason. Παρά τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα κέρδη, οι μετοχές της τράπεζας υποχώρησαν επίσης.
Σε όλες τις τρεις μεγάλες τράπεζες που δημοσίευσαν τα αποτελέσματα τους την Παρασκευή, ο τομέας που ασχολείται με την Wall Street και εκείνος των λεγόμενων θεσμικών πελατών -η δουλειά των τραπεζών- έχει κρατήσει πολύ καλύτερα σε σχέση με τους τομείς των αποταμιεύσεων και των δανείων.
Η JPMorgan, η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, παρουσίασε μικτά αποτελέσματα. Αποκόμισε κέρδη 13,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά αποκάλυψε επίσης ζημίες άνω του μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων από την εκφόρτωση επενδύσεων σε στεγαστικά δάνεια, μεταξύ άλλων. Τα συνολικά αποτελέσματα ενισχύθηκαν από τις επενδυτικές τραπεζικές και εμπορικές δραστηριότητές της, καθώς και από ένα έκτακτο κέρδος από την πώληση μετοχών της Visa.
Ασυνήθιστα, ο διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, Jamie Dimon, δεν μίλησε σε αναλυτές για τα αποτελέσματα της τράπεζας ή στα μέσα ενημέρωσης εκ των προτέρων καθώς η τράπεζα είπε ότι ταξίδευε. Σε δήλωσή του, ο Dimon ανέφερε ότι «η γεωπολιτική κατάσταση παραμένει περίπλοκη και δυνητικά η πιο επικίνδυνη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –αν και η έκβασή και η επίδρασή της στην παγκόσμια οικονομία παραμένουν ακόμα άγνωστες».
Τα τραπεζικά κέρδη παρακολουθούνται συνήθως στενά για ενδείξεις σχετικά με την αμερικανική οικονομία. Οι μεγάλοι δανειστές έχουν προειδοποιήσει εδώ και πολλά τρίμηνα για την αύξηση των υπολοίπων των πιστωτικών καρτών και τους κινδύνους από επενδύσεις σε εμπορικά ακίνητα. Μετά από μια σχετικά περίοδο στασιμότητας, οι μετοχές των τραπεζών αυξάνονται απότομα τον τελευταίο καιρό με την ελπίδα ότι η Federal Reserve θα μειώσει τα επιτόκια και ότι οι εκκρεμείς τραπεζικοί κανονισμοί θα χαλαρώσουν.
Τα υπόλοιπα των λογαριασμών μειώθηκαν στη Wells Fargo και περισσότεροι δανειολήπτες δυσκολεύτηκαν να συμβαδίσουν με τα δάνειά τους -οι καθαρές χρεώσεις της τράπεζας αυξήθηκαν περισσότερο από 70 τοις εκατό από πέρυσι, σε 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια– αλλά τα αποθεματικά της εταιρείας όσον αφορά τις πιστωτικές απώλειες μειώθηκαν σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν. Οι απώλειες από πιστώσεις αυξήθηκαν επίσης στη Citi, για την οποία η τράπεζα εν μέρει κατηγόρησε τον πληθωρισμό και τα υψηλότερα επιτόκια.
Ο πληθωρισμός, αν και επιβραδύνεται, «έχει ακόμη σωρευτικά μεγάλο αντίκτυπο», σύμφωνα με τον Michael Santomassimo, οικονομικό διευθυντή της Wells Fargo. «Οι άνθρωποι στο χαμηλότερο άκρο του πλούτου ή του φάσματος του εισοδήματος δυσκολεύονται περισσότερο από εκείνους που βρίσκονται στο υψηλότερο άκρο», είπε ο Santomassimo και τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών τους αυξάνονται καθώς μειώνονται οι αποταμιεύσεις από τα προγράμματα τόνωσης της πανδημίας.