Ηταν το 1950 όταν η 15χρονη, τότε, Ιωάννα Κατσιμάνη έφυγε από τη Λαμία με τα δύο αδέλφια της και ήρθαν στην Αθήνα για να αναζητήσουν την τύχη τους.
Η πρώτη τους στάση ήταν η περιοχή του Προμπονά στα άνω Πατήσια, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο ηλεκτρικός σταθμός στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Εκείνη την εποχή τα Πατήσια ήταν μια τεράστια έκταση γεμάτη χωράφια, δέντρα και πράσινο. Εκεί έβαλαν και ένα κοπάδι με πρόβατα που έφεραν μαζί τους. Η ιδέα δεν άργησε να έρθει.
Ρεπορτάζ> Μαρία Ν. Σ. Πανάγου [https://businessvoice.gr]
Θα άνοιγαν ένα γαλακτοπωλείο και θα πουλούσαν το φρέσκο γάλα από τα ζώα τους. Ετσι κι έγινε. Νοίκιασαν έναν μικρό χώρο στην πλατεία Χαλεπά, στην περιοχή Κυπριάδου των άνω Πατησίων, που ήταν και παραμένει «καλή» περιοχή μέχρι και σήμερα.
Καθημερινά, έπαιρναν το γάλα, το έβαζαν στα γυάλινα μπουκάλια -όπως γινόταν τότε- και τα διένειμαν στην ευρύτερη περιοχή. Η επιχείρηση πήρε το όνομα τους και οι δουλειές πήγαιναν περίφημα. Μέχρι που η κ. Ιωάννα γνώρισε τον Κώστα Σχίζα, ο οποίος είχε έρθει, επίσης, από τη Λαμία.
Ο έρωτας γεννήθηκε με την πρώτη ματιά και σύντομα άνοιξαν το σπιτικό τους. Αφού ένωσαν τις ζωές τους, αποφάσισαν να… συμμαχήσουν και στη δουλειά. Ετσι, τα δυο αδέλφια της κυρίας Ιωάννας άνοιξαν άλλη επιχείρηση κρατώντας το ίδιο όνομα (Κατσιμάνης) και το ζευγάρι μετονόμασε το ήδη υπάρχον μαγαζί σε «Γαλακτοπωλείο, ο Σχίζας».
Η πρώτη ύλη, το γάλα ημέρας
Την πολύτιμη πρώτη ύλη, το γάλα, άρχισαν να το κάνουν γιαούρτι και ρυζόγαλο και όλη η γειτονιά είχε να λέει για την ασύγκριτη γεύση τους.
Το γαλακτοπωλείο μετατράπηκε σε ζαχαροπλαστείο βάζοντας στο μενού του το γνωστό σε όλη την Αττική πια, γαλακτομπούρεκο, αλλά και τα υπόλοιπα παραδοσιακά γλυκά, όπως το κανταΐφι και τον μπακλαβά και αργότερα τα τσουρέκια και τα κουλούρια. Ολα πάντα φτιαγμένα με πολύ μεράκι, φροντίδα, αλλά και πολλή κούραση.
Τότε τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Οι δημιουργίες γίνονταν με το χέρι -αμέτρητες ώρες δουλειάς για να ανακατέψουν τα υλικά- και τα πρώτα χρόνια δεν είχαν καν φούρνο, αναγκάζοντάς τους να στέλνουν αλλού αυτά που έφτιαχναν για να ψηθούν. Το ψυγείο και οι παγωτομηχανές ήρθαν κι αυτά αργότερα.
Η επιχείρηση μεγάλωνε και το ζευγάρι έβαλε και κάποια τραπεζοκαθίσματα μέσα και έξω. Γρήγορα χρειάστηκε να νοικιάσουν άλλα τρία γειτονικά μαγαζιά γιατί οι πελάτες πλήθαιναν και ο κόσμος έκανε «ουρές» για να αγοράσει ένα πεντανόστιμο γλύκισμα.
Μαζί με τη δουλειά μεγάλωνε και η οικογένειά τους. Στη ζωή τους ήρθε ο πρωτότοκος γιος -μετά ήρθαν άλλα δύο αγόρια- ο οποίος μπήκε στα «κόλπα» τής ζαχαροπλαστικής από μικρός. Αλλο που δεν ήθελε, βέβαια, ο Φώτης όταν στα πέντε του χρόνια τριγυρνούσε όλη μέρα στα πόδια τους, «αναλαμβάνοντας» την άλλη σπεσιαλιτέ του μαγαζιού, το παγωτό.
Επαιρνε τότε το κασάτο και το έβαζε στις φόρμες. Και πάγωναν τα χέρια του. Αλλά χαιρόταν που η ανταμοιβή του ήταν να το δοκιμάζει και να το έχει στο σπίτι του, όταν άλλα παιδιά παρακαλούσαν τους γονείς τους να τους πάρουν ένα μπολάκι και έπαιρναν μόνο μία απάντηση :«Οχι».
Ο «Σχίζας» είναι γνωστός για το γευστικότατο, αλλά κυρίως, πολύ ποιοτικό παγωτό του. Η φήμη του άλλωστε έφτασε σε όλη την Αθήνα λόγω του ότι το ζεύγος Σχίζα χρησιμοποιούσε για την παρασκευή του φρέσκα υλικά και ποτέ χημικά και χρώματα.
Ηξερες, ότι τρώγοντας ένα παγωτό από τον Σχίζα θα κατανάλωνες ένα θρεπτικό γεύμα. Οκ, με λίγη… απαγορευμένη ζάχαρη.
Γι’ αυτό το παγωτό του, το λένε όλοι σπιτικό.
Επειτα, στο παιχνίδι μπήκε ο Δημήτρης και στο τέλος, το τρίτο τους παιδί ο Αγγελος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η επιχείρηση πέρασε εξολοκλήρου στα χέρια των τριών αδελφών.
Μόνο που μετά από 40 χρόνια ασταμάτητης δουλειάς και απόλυτης αφοσίωσης, ο κ. Κώστας και η κυρία Ιωάννα δεν μπορούσαν να μείνουν στο σπίτι για να ξεκουραστούν. Οπως, άλλωστε, είπε στο Bussiness Voice ο Φώτης Σχίζας «να φανταστείτε ότι οι γονείς μου πήγαν διακοπές για πρώτη φορά όταν γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός μας, ο Αγγελος και αυτές ήταν λίγες μέρες στο χωριό».
Αφού, λοιπόν, παρέδωσαν τη σκυτάλη στους γιους τους, οι γονείς άνοιξαν ένα άλλο κατάστημα, σε άλλο σημείο της ίδιας περιοχής, το οποίο λειτούργησαν για έξι χρόνια.
Τα παιδιά, εν τω μεταξύ, είχαν αγοράσει ένα οικόπεδο, ακριβώς απέναντι από το εμβληματικό ζαχαροπλαστείο. Η πελατεία τους ήταν πια τόσο μεγάλη και ο κόσμος της γειτονιάς τόσο πιστός, που ο «Σχίζας» είχε μετατραπεί σε μόνιμο στέκι για όλες τις ηλικίες. Οπότε το ένα μετατράπηκε σε καφετέρια -που βέβαια πάντα πουλάει και γλυκά- και το άλλο λειτουργεί αποκλειστικά ως ζαχαροπλαστείο με ένα σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο που φτιάχνει υπέροχα γλυκίσματα.
Ιστορία σαν σινεμά
Στην περιοχή έμενε ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος, οποίος τη δεκαετία του ’60 είχε δημιουργήσει τη δική του εταιρεία παραγωγής. Οταν έκανε τα γυρίσματα της ταινίας «Ποιος Θανάσης;» κάποιες σκηνές χρειαζόταν να γίνουν σε ζαχαροπλαστείο. Και ο Βέγγος, που ήταν έτσι κι αλλιώς θαμώνας του μαγαζιού, κανόνισε οι βιντεοσκοπήσεις να γίνουν εκεί. Το μαγαζί έκλεισε για μία εβδομάδα.
Τον ζαχαροπλάστη υποδυόταν ο Νάσος Κεδράκας και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων η περιοχή έγινε πόλος έλξης.
«Αυτό που θυμάμαι -τότε ήμουν 12 ετών- είναι την Αννα Φόνσου να βγαίνει από ένα mini cooper φορώντας ένα καυτό μίνι. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να το ξεχάσω», λέει γελώντας ο Φώτης Σχίζας.
Οταν ο Θανάσης Βέγγος δεν άντεξε το βάρος των παραγωγών και χρεοκόπησε, έχασε την εταιρεία και του έκαναν κατάσχεση στο σπίτι. Πολλές ώρες της μέρας τις περνούσε στο ζαχαροπλαστείο.
«Τον έβλεπα στεναχωρημένο τότε και τον ρωτούσα: ”Τι έχετε κύριε Θανάση;”. Κι εκείνος μου απαντούσε με μια απέραντη θλίψη στα μάτια: ”Ξέρεις τι είναι να σου παίρνουν τον καναπέ από το σπίτι σου παιδί μου;”», αφηγείται ο Φώτης Σχίζας.
Ο πατέρας Σχίζας τού συμπαραστάθηκε σαν πραγματικός φίλος, τον στήριξε ψυχολογικά, δεν τον άφηνε απ’ τα μάτια του. Αλλωστε τόσα χρόνια στην ίδια γειτονιά… Και ο Βέγγος κάθε φορά που πήγαινε και τον κυνηγούσαν τα πιτσιρίκια για να τον δουν από κοντά, τα κερνούσε πάντα παγωτό.
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον
Η επιχείρηση κατάφερε να διατηρήσει σε όλη της την πορεία την αίγλη της γιατί σταθερή και αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητά της είναι η ποιότητα.
Το μαγαζί είχε ανέκαθεν πελάτες που έφταναν και από το πιο απομακρυσμένο σημείο της Αθήνας για να γευτούν το παγωτό, τα τσουρέκια, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τα προφιτερόλ σε διάφορες βερσιόν, αλλά και τις home made τούρτες με τα πολλά σχήματα και σχέδια.
Και κατάφερε σχεδόν από την έναρξη της λειτουργίας του να γίνει ανταγωνιστικό μεγάλων ζαχαροπλαστείων με τρανταχτά ονόματα.
υτό κρατάει μέχρι και σήμερα. «Νομίζω ότι οφείλεται στην ποιότητα των υλικών μας, αλλά και στις νορμάλ τιμές που κρατήσαμε ακόμη και μέσα στην οικονομική κρίση, καθώς και στην πανδημία», λέει ο Φώτης.
To success story δύο ανθρώπων που ήρθαν από την επαρχία μετά τον εμφύλιο και δουλεύοντας πολύ σκληρά κατάφεραν να δημιουργήσουν μια σημαντική πανελλαδική εμπορική επωνυμία αφήνει ένα ισχυρά θετικό αποτύπωμα στο «επιχειρείν» που δεν περνά απαρατήρητο.
Το σχέδιο λέει ότι η επιχείρηση θα «περάσει» και στην επόμενη γενιά, στα παιδιά του Φώτη, του Δημήτρη και του Αγγελου και θα αποδείξει ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα μπορεί να διακριθεί αρκεί να υπάρχουν τα βασικά υλικά. Κι αυτή φορά δεν μιλάμε για το γάλα, μα για το πείσμα, το μεράκι, την τιμιότητα.
Γιατί τα βραβεία δεν δίνονται σε εκδηλώσεις και μεγάλα events. Τα βραβεία τα δίνουν οι καταναλωτές, που συνεχίζουν να σε προτιμούν γιατί γνωρίζουν πως ό,τι και να συμβεί, στο μόνο που δεν θα κάνεις εκπτώσεις είναι η ποιότητά σου.
Ο Κώστας Σχίζας στην καφετέρια που φέρει το όνομά του. Μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του ήταν καθημερινά εκεί
Η κυρία Ιωάννα βρίσκεται πάντα κοντά στα παιδιά της. Εδώ, στην κοπή της πίτας του καταστήματος. (Δίπλα της η Αγνή Πικιώνη, κόρη του πρωτοπόρου αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη που σχεδίασε πολλά οικήματα στην περιοχή)