Tρίτη 21 Μαίου 2024
Παγκόσμιο πολιτικό θρίλερ σε εξέλιξη…Η σχετική είδηση δημοσιεύθηκε αρχικά στον ιστότοπο Semafor.com, δεν έχει επιβεβαιωθεί, ούτε έχει διαψευσθεί για την ώρα. Αφορά τον ιδρυτή του WEF Klaus Schwab o οποίος από το 1971 που ίδρυσε το σχετικό forum εμφανίζεται να συνδέεται με ιστορικά γεγονότα όπως το χτύπημα στους Διδύμους Πύργους για το οποίο ο ίδιος δήλωσε ότι υπήρξε Αυτόπτης Μάρτυς, όπως η πανδημία COVID-19 σχεδόν με το εναρκτήριο λάκτισμα της οποίας εξέδωσε το βιβλίο Τhe Great Reset η ταχύτητα έκδοσης του οποίου έκανε πολλούς να ισχυρισθούν ότι το είχε ήδη έτοιμο (όπως η Moderna τα εμβόλιά COVID-19), η δε επιμονή του για παγκόσμιο εμβολιασμό και η σιγή ιχθύος μετά τους Ξαφνικούς Θανάτους εμβολιασθέντων (ήδη στις ΗΠΑ γίνεται λόγος για 33 εκατ. νεκρούς από τα εμβόλια COVID-19), του προσδίδουν δυστοπικό ρόλο στην πανδημία.
By Pendulum
Ο ίδιος συνήθιζε πολύ συχνά να παινεύεται δημοσίως για τους ηγέτες που είχε υπό τον έλεγχό του πολλούς από τους οποίους επώαζε ως νεαρούς ηγέτες μέσα από το πρόγραμμα Young Global Leaders. Το WEF είναι επίσης από τους Οργανισμούς που έχουν αναλάβει εργολαβικά εκτός από τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή.
Η είδηση λοιπόν την οποία υπογράφει η Jenna Moon στο Semafor έχει ως εξής>
Ο ιδρυτής και εκτελεστικός πρόεδρος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ-World Economic Forum, Klaus Schwab, αποχωρεί από τη θέση του εκτελεστικού στελέχους στον Οργανισμό που ίδρυσε το 1971.
Ο Schwab ανακοίνωσε τις προθέσεις του σε ένα email προς το προσωπικό την Τρίτη, το οποίο κοινοποιήθηκε στη Semafor από άτομο που συνδέεται με τον οργανισμό.
(Eάν η είδηση ισχύει είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει παγκόσμιες πολιτικές αναταράξεις και εξελίξεις μια και η μοίρα πολλών πολιτικών ηγετών και αρχηγών κομμάτων είναι συνδεδεμένη με τη τύχη του Klaus Schwab)
Θα παραιτηθεί από τη θέση του εκτελεστικού προέδρου και θα μεταβεί σε ρόλο μη εκτελεστικού προέδρου, είπε, προσθέτοντας ότι για την αλλαγή στον ρόλο του εκκρεμεί έγκριση από την ελβετική κυβέρνηση, αλλά θα πρέπει να οριστικοποιηθεί πριν από την ετήσια συνεδρίαση του WEF το 2025.
Ο Schwab δεν έχει ορίσει τον διάδοχό του, αλλά είπε ότι τον περασμένο χρόνο, το εκτελεστικό συμβούλιο του ομίλου, «υπό την ηγεσία του προέδρου Børge Brende, ανέλαβε την πλήρη εκτελεστική ευθύνη».
Ο Brende είναι πρώην ηγέτης των Νορβηγών συντηρητικών.
Το Forum δεν απάντησε αμέσως στο αίτημα της Semafor να σχολιάσει την απόφαση του Schwab.
Ο Schwab, 86 ετών, είναι συνώνυμος με τον οργανισμό που διοικεί για περισσότερα από 50 χρόνια.
Αρχικά γνωστό ως European Management Forum, οι πρώτες συναντήσεις της εκδήλωσης προσέλκυσαν πολύ λιγότερους παρευρισκόμενους στο Davos από τους χιλιάδες που τώρα ανεβαίνουν στην ελβετική ορεινή πόλη.
Τώρα, η ετήσια συνάντηση του WEF στο Davos προσελκύει δεκάδες υψηλόβαθμους παγκόσμιους ηγέτες και CEOs κάθε χρόνο, με περισσότερους από 50 αρχηγούς κρατών να συμμετέχουν το 2024, σύμφωνα με τον οργανισμό.
Το Forum λειτουργεί σαν μια οικογενειακή επιχείρηση, με τα παιδιά του Schwab να διορίζονται σε υψηλόβαθμες θέσεις και τη σύζυγό του Hilde να διευθύνει την ίδρυση του οργανισμού και τις τελετές απονομής βραβείων στο Davos.
Τα τελευταία χρόνια, το forum έχει μετατοπίσει την εστίασή του προς το κέντρο και μακριά από τη φιλελεύθερη πολιτική, ανέφερε προηγουμένως η Semafor.
Η διαδοχή στο WEF αποτέλεσε αντικείμενο πυρετωδών εικασιών και ένα άρθρο του Politico με πιθανά ονόματα συντάραξε τη συγκέντρωση το 2023.
Το Forum κινείται επίσης σε ένα δύσκολο πολιτικό τοπίο και έχει επιστρέψει προς το κέντρο τα τελευταία χρόνια αφού υιοθέτησε προοδευτικές κατευθύνσεις στον πολιτισμό και τα οικονομικά.
O γνωστός ιστότοπος ZeroHedge θα σχολιάσει ως εξής την είδηση>
‘You’ll own nothing in retirement and be happy’…
Με τον οργανισμό που ίδρυσε πριν από 50 χρόνια και απέφερε έσοδα σχεδόν 500 εκατομμυρίων δολαρίων το έτος που λήγει τον Μάρτιο του 2023 (και με ένα καθαρό σωρό 200 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων σε μετρητά), ο Klaus Schwab θα έχει κάποια πράγματα καθώς φέρεται να αποχωρεί από τον ρόλο του στην ηγεσία του WEF που διευθύνει από το 1971.
Η Semafor αναφέρει ότι ο Schwab ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί από εκτελεστικός πρόεδρος σε ένα email προς το προσωπικό την Τρίτη, το οποίο κοινοποιήθηκε στη Semafor από άτομο που συνδέεται με τον οργανισμό.
Η αλλαγή στον ρόλο του εκκρεμεί έγκριση από την ελβετική κυβέρνηση, αλλά θα πρέπει να οριστικοποιηθεί πριν από την ετήσια συνεδρίαση του WEF το 2025.
Ο Schwab, τώρα 86 ετών, θα μεταβεί σε ρόλο μη εκτελεστικού προέδρου.
Αλλά οι παγκοσμιοποιητές δεν πρέπει να ανησυχούν για την ατζέντα τους, καθώς ο ιστότοπος Semafor αναφέρει ότι ο Schwab έχει στριμώξει την οργάνωσή του με διάφορα μέλη της οικογένειάς του για να αναλάβει την τυραννική δάδα της νέας παγκόσμιας τάξης – τα παιδιά του Schwab διορίζονται σε υψηλόβαθμες θέσεις και η σύζυγός του Hilde επικεφαλής του ιδρύματος και των τελετών βραβείων στο Davos.
Θα αποσυρθούν ο Schwab και ο Soros σε ένα έρημο νησί μαζί για να παρακολουθήσουν το τέλος του χαοτικού κόσμου που επέτρεψαν από απόσταση;
Πάμε τώρα να δούμε πως αυτοπροσδιορίζεται η Jenna Moon-η δημοσιογράφος που απεκάλυψε τη σχετική είδηση στο Semafor-στο profile της στο LinkedIn>
Αυτή τη στιγμή είμαι δημοσιογράφος έκτακτων ειδήσεων στη Semafor, μια εταιρεία ψηφιακών μέσων που καλύπτει παγκόσμιες και τοπικές ειδήσεις με ταχύτητα και ακρίβεια.
Έχω πτυχίο Πολιτικών Επιστημών και Αγγλικών από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο και δίπλωμα Δημιουργικής Φωτογραφίας από το Humber College. Εργάζομαι στo Semafor από τον Οκτώβριο του 2022, μετά από πέντε χρόνια εμπειρίας ως Staff Reporter στην Toronto Star, μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του Καναδά.
Στη Semafor, αναφέρω έκτακτες ειδήσεις στους κλάδους μας, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, της τεχνολογίας και της κλιματικής αλλαγής, χρησιμοποιώντας πολλαπλές πηγές και πλατφόρμες για την παράδοση πραγματικών και ελκυστικών άρθρων στο αυξανόμενο κοινό μας. Συνεργάζομαι με συντάκτες, παραγωγούς και άλλους ρεπόρτερ για να διασφαλίσω την ποιότητα και τη συνέπεια της κάλυψης των ειδήσεων. Είμαι παθιασμένη με τον ρόλο της δημοσιογραφίας στην ενημέρωση και την ενδυνάμωση του κοινού, καθώς και στο να λογοδοτούν οι άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία. Εκτιμώ τη διαφορετικότητα, την καινοτομία και τη συνεργασία στη δουλειά μου και προσπαθώ να φέρω διαφορετικές προοπτικές και εμπειρίες στη δουλειά μου.
Ο άνθρωπος που βρισκόταν μέσα σε “ιστορικά γεγονότα” που συγκλόνισαν τον κόσμο
Professor Schwab and religious leaders light candles at ground zero on the occasion of the 2002 Annual Meeting of the World Economic Forum, held in New York
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο Ιδρυτής του Forum του Davos έχει προφητικές ικανότητες.
Ο ίδιος (το WEF) προέβλεψε την πανδημία, πρόλαβε να γράψει και σχετικό βιβλίο με αφορμή τον COVID-19 σε χρόνο dt ενώ υπήρξε και αυτόπτης μάρτυρας του χτυπήματος στους Δίδυμους Πύργους καθώς βρισκόταν στο Park Εast της Νέας Υόρκης ενώ το συμβάν βρισκόταν σε εξέλιξη.
Eδώ>
Πάμε όμως να δούμε την εντυπωσιακή πρόβλεψη της επερχόμενης πανδημίας όπως αυτή εμφανίζεται στον επίσημο ιστότοπο του Forum.
Mε ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2019 δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του WEF η προσομοίωση πανδημίας με την ονομασία EVENT 201 που εμπρόκειτο να λάβει χώρα 3 μέρες αργότερα στη Νέα Υόρκη και για την ακρίβεια στις 18 Οκτωβρίου 2019.
H προσομοίωση πανδημίας έγινε για να προετοιμαστεί η απάντηση των ηγετών για το ενδεχόμενο πανδημίας που θα γινόταν πραγματικότητα σχεδόν ταυτόχρονα εάν λάβουμε υπόψη μας τις επικρίσεις που ακολούθησαν σε βάρος της Κίνας για την καθυστερημένη ενημέρωση της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Δείτε>
Χορηγοί του EVENT 201 ήταν το WEF από κοινού με το Ιδρυμα Gates και το Johns Hopkins ( ιδιωτικό ερευνητικό πανεπιστήμιο των ΗΠΑ με έδρα τη Βαλτιμόρη).
Λίγο μετά θα ακολουθούσε η πραγματική πανδημία.
Το πιο εκτενές πορτρέτο του κ. Schwab φέρνει την υπογραφή του κ. Johnny Vedmore o οποίος είναι είναι ανεξάρτητος ερευνητής-δημοσιογράφος από το Κάρντιφ της Ουαλίας. Kαθώς η Σύνοδος του 2023 βρίσκεται σε εξέλιξη ας δούμε ποιος είναι ο εμπνευστής του Forum σύμφωνα με την έρευνα του συγκεκριμένου δημοσιογράφου.
Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ο Klaus Schwab βρισκόταν στο Park Εast της Νέας Υόρκης και υπήρξε μάρτυρας ενός από τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα της επόμενης εικοσαετίας με τα δίδυμα κτίρια του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου να σωριάζονται μετά από 3 απανωτές εκρήξεις. Σήμερα, δύο δεκαετίες μετά, ο Klaus Schwab κάθεται ξανά στην πρώτη σειρά μιας άλλης στιγμής που καθορίζει τη γενιά στη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία.
Των Steve Beckow και Johnny Vedmore*
Aπόδοση> Γιάννης Βαγγελάτος
Έχοντας, φαινομενικά, πάντα μια θέση στην πρώτη σειρά όταν πλησιάζει μια τραγωδία, η εγγύτητα του Schwab με γεγονότα που αλλάζουν τον κόσμο πιθανότατα να οφείλεται στο ότι είναι ένας από τους πιο καλά δικτυωμένους ανθρώπους στη Γη. Ως κινητήριος δύναμη πίσω από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, «τον διεθνή οργανισμό για τη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα», ο Schwab έχει φλερτάρει με αρχηγούς κρατών, κορυφαία στελέχη επιχειρήσεων και την ελίτ ακαδημαϊκών και επιστημονικών κύκλων στο Νταβός για περισσότερα από 50 χρόνια.
Πιο πρόσφατα, έχει επίσης φλερτάρει με την οργή πολλών λόγω του πιο πρόσφατου ρόλου του ως επικεφαλής της Great Reset (Μεγάλη Επαναφορά), μιας σαρωτικής προσπάθειας να αναδημιουργηθεί ο πολιτισμός παγκοσμίως προς όφελος της ελίτ του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και των συμμάχων της.
Ο Schwab, κατά την ετήσια συνάντηση του Φόρουμ τον Ιανουάριο του 2021, τόνισε ότι η οικοδόμηση εμπιστοσύνης θα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας του Great Reset, σηματοδοτώντας τη συνεχιζόμενη επέκταση της ήδη μαζικής εκστρατείας δημοσίων σχέσεων της πρωτοβουλίας. Αν και ο Schwab ζήτησε την οικοδόμηση εμπιστοσύνης μέσω μιας απροσδιόριστης «προόδου», η εμπιστοσύνη συνήθως διευκολύνεται μέσω της διαφάνειας. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που πολλοί δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τον Schwab και τα κίνητρά του, καθώς είναι γνωστά ελάχιστα για την ιστορία και το βιογραφικό του πριν από την ίδρυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Όπως πολλοί εξέχοντες επικεφαλής της ατζέντας που υποστηρίζεται από την ελίτ, το διαδικτυακό αρχείο του Schwab έχει καθαριστεί καλά, καθιστώντας δύσκολο να βρεθούν πληροφορίες για την πρώιμη ιστορία του καθώς και πληροφορίες για την οικογένειά του. Ωστόσο, έχοντας γεννηθεί στο Ράβενσμπουργκ της Γερμανίας το 1938, πολλοί εικάζουν τους τελευταίους μήνες ότι η οικογένεια του Schwab ίσως να είχε κάποια σχέση με τις πολεμικές προσπάθειες του Άξονα, δεσμούς που, εάν δημοσιοποιηθούν, θα μπορούσαν να απειλήσουν τη φήμη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και να προκαλέσουν ανεπιθύμητο έλεγχο στην αποστολή και τα κίνητρά του.
Στην έρευνα της ιστοσελίδας Unlimited Hangout, διερευνάται λεπτομερώς το παρελθόν για το οποίο ο Klaus Schwab έχει εργαστεί να αποκρύψει και αποκαλύπτεται η συμμετοχή της οικογένειας Schwab, όχι μόνο στη ναζιστική αναζήτηση για μια ατομική βόμβα, αλλά και στο παράνομο πυρηνικό πρόγραμμα της Νότιας Αφρικής για το απαρτχάιντ. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η ιστορία του πατέρα του Klaus, Eugen Schwab, ο οποίος υπήρξε καθοδηγητής του υποστηριζόμενου από τους Ναζί γερμανικού υποκατατήματος μιας ελβετικής εταιρείας μηχανικών στον πόλεμο, ως εξέχων εργολάβος στρατού.
Αυτή η εταιρεία, η Escher-Wyss, θα χρησιμοποιούσε τη δουλεία για να παράγει μηχανήματα ζωτικής σημασίας για την πολεμική προσπάθεια των Ναζί, καθώς και Βαρύ Ύδωρ για το πυρηνικό τους πρόγραμμα. Χρόνια αργότερα, στην ίδια εταιρεία, ένας νεαρός, ο Klaus Schwab, υπηρέτησε στο διοικητικό συμβούλιο όταν πάρθηκε η απόφαση να εφοδιαστεί το ρατσιστικό καθεστώς απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής με τον απαραίτητο εξοπλισμό προκειμένου να προωθήσει την προσπάθειά του να γίνει πυρηνική δύναμη.
Με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ να είναι πλέον ένας εξέχων υποστηρικτής της μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και της «καθαρής» πυρηνικής ενέργειας, το παρελθόν του Klaus Schwab τον καθιστά φτωχό εκφραστή της δήθεν ατζέντας του για το παρόν και το μέλλον. Ωστόσο, σκάβοντας ακόμη βαθύτερα στις δραστηριότητές του, γίνεται σαφές ότι ο πραγματικός ρόλος του Schwab ήταν από καιρό να «διαμορφώνει παγκόσμιες, περιφερειακές και βιομηχανικές ατζέντες» του παρόντος, προκειμένου να διασφαλίσει τη συνέχεια μεγαλύτερων, πολύ παλαιότερων σχεδίων που δυσφημίστηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο την πυρηνική τεχνολογία, αλλά και τις πολιτικές ελέγχου του πληθυσμού που είναι επηρεασμένες από την Ευγονική (ένα σύνολο πεποιθήσεων και πρακτικών που στοχεύουν στη βελτίωση της γενετικής ποιότητας του πληθυσμού).
Μία ιστορία από την Σουαβία
Στις 10 Ιουλίου του 1870, ο παππούς του Klaus Schwab,Jakob Wilhelm Gottfried Schwab, που αργότερα αναφέρεται ως απλά Gottfried, γεννήθηκε σε μια Γερμανία που βρίσκονταν σε πόλεμο με τους Γάλλους γείτονές της.
Η Καρλσρούη, η πόλη που γεννήθηκε ο Gottfried Schwab, περιλαμβάνονταν στο Μεγάλο Δουκάτο του Μπάντεν, το οποίο κυβερνούσε το 1870 ο 43χρονος Μέγας Δούκας του Μπάντεν, Φρειδερίκος Α’. Το επόμενο έτος, ο προαναφερόμενος Δούκας θα ήταν παρών στη διακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας που έλαβε χώρα στην Αίθουσα των Κατόπτρων στο Παλάτι των Βερσαλλιών.
Ήταν ο μοναδικός γαμπρός του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Α’ και, ως Φρειδερίκος Α’, ήταν ένας από τους ηγεμόνες της Γερμανίας. Όταν ο Gottfried Schwab έγινε 18 ετών, η Γερμανία θα έβλεπε τον Γουλιέλμο Β’ να παίρνει το θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, Φρειδερίκου Γ’.
Το 1893, ο 23χρονος Gottfried Schwab θα έφευγε επίσημα από τη Γερμανία, έχοντας απαρνηθεί τη γερμανική υπηκοότητα, για να μεταναστεύσει στην Ελβετία. Εκείνη την εποχή, το επάγγελμά του ήταν αρτοποιός.Εδώ, ο Gottfried θα συναντούσε τη Marie Lappert που ήταν από το Κίρχμπεργκ κοντά στη Βέρνη της Ελβετίας και η οποία ήταν πέντε χρόνια νεότερή του. Οι δυο τους, θα παντρευτούν στο Ρόγκβιλ της Βέρνης, στις 27 Μαΐου του 1898 και τον επόμενο χρόνο, στις 27 Απριλίου του 1899, γεννήθηκε το παιδί τους, Eugen Schwab.
Την εποχή της γέννησής του Eugen, ο Gottfried Schwab είχε εξελιχθεί επαγγελματικά σε Μηχανικός Μηχανών. Όταν ο Eugen ήταν περίπου ενός έτους, ο Gottfried και η Marie Schwab αποφάσισαν να επιστρέψουν για να ζήσουν στην Καρλσρούη και ο Gottfried έκανε ξανά αίτηση για τη γερμανική υπηκοότητα.
Ο Eugen Schwab θα ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα του και θα γινόταν επίσης Μηχανικός Μηχανών και στα επόμενα χρόνια θα συμβούλευε τα παιδιά του να κάνουν το ίδιο. Ο Eugen Schwab θα άρχιζε τελικά να εργάζεται σε ένα εργοστάσιο σε μια πόλη στην Άνω Σουαβία, στη Νότια Γερμανία, πρωτεύουσα της περιφέρειας Ράβενσμπουργκ, την Μπάντεν-Βούτεμπεργκ.
Το εργοστάσιο όπου θα χαράξει την καριέρα του ήταν το γερμανικό υποκατάστημα μιας ελβετικής εταιρείας με το όνομα Escher Wyss. Η Ελβετία είχε πολλούς μακροχρόνιους οικονομικούς δεσμούς με την περιοχή του Ράβενσμπουργκ,με Ελβετούς εμπόρους στις αρχές του 19ου αιώνα που έφεραν νήματα και προϊόντα ύφανσης. Την ίδια περίοδο, το Ράβενσμπουργκ παρέδιδε σιτηρά στο Ρόρσαχ, βαθιά μέσα στις Ελβετικές Άλπεις, μέχρι το 1870, μαζί με ζώα αναπαραγωγής και διάφορα τυριά. Μεταξύ 1809 και 1837, ζούσαν 375 Ελβετοί στο Ράβενσμπουργκ, αν και ο ελβετικός πληθυσμός είχε πέσει στους 133 μέχρι το 1910.
Στη δεκαετία του 1830, ειδικευμένοι Ελβετοί εργάτες δημιούργησαν ένα εργοστάσιο βαμβακιού με ενσωματωμένο εργοστάσιο λεύκανσης και φινιρίσματος που ανήκε και συντηρήθηκε από τους αδελφούς Erpf. Η αγορά αλόγων του Ράβενσμπουργκ, που δημιουργήθηκε γύρω στο 1840, προσέλκυσε επίσης πολλούς από την Ελβετία, ειδικά μετά το άνοιγμα της σιδηροδρομικής γραμμής από το Ράβενσμπουργκ στο Φριντριχσάφεν, μια πόλη που βρίσκεται στην κοντινή λίμνη της Κωνσταντίας, στα σύνορα της Ελβετίας και της Γερμανίας, το 1847.
Οι έμποροι σιτηρών από το Ρόρσαχ έκαναν τακτικές επισκέψεις στο εργαστάσιο του Ράβενσμπουργκ και τελικά αυτή η διασυνοριακή συνεργασία και το εμπόριο οδήγησε επίσης στο άνοιγμα ενός υποκαταστήματος στην πόλη, του εργοστασίου μηχανών της Ζυρίχης, Escher-Wyss & Cie. Αυτό έγινε εφικτό όταν ολοκληρώθηκε η γραμμή τρένου που συνέδεε την Ζυρίχη με το γερμανικό δίκτυο δρομολογίων, μεταξύ 1850 και 1853.
Το εργοστάσιο ιδρύθηκε από τον Walter Zuppinger μεταξύ 1856 και 1859 και θα ξεκινήσει την παραγωγή το 1860. Το 1861,μπορούμε να δούμε το πρώτο επίσημο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των κατασκευαστών του Escher-Wyss στο Ράβενσμπουργκ που αναφέρεται στις «ιδιαίτερες εγκαταστάσεις με μηχανικούς αργαλειούς για ύφανση κορδέλας». Εκείνη την εποχή, το υποκατάστημα του Ράβενσμπουργκ Escher Wyss θα διευθύνονταν από τον Walter Zuppinger και θα ήταν εκεί όπου ο ίδιος ανέπτυξε την εφαπτομενική τουρμπίνα του και όπου κέρδισε μια σειρά από επιπλέον διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Το 1870, ο Zuppinger, μαζί με άλλους, ίδρυσαν επίσης ένα εργοστάσιο χαρτοποιίας στο Μπάινφερτ, κοντά στο Ράβενσμπουργκ. Ο ίδιος, αποσύρθηκε το 1875 και αφιέρωσε όλες του τις δυνάμεις στην περαιτέρω προώθηση των στροβίλων.
Στο γύρισμα του νέου αιώνα, το εργοστάσιο Escher-Wyss είχε αφήσει την ύφανση της κορδέλας σχεδόν στην άκρη και άρχισε να επικεντρώνεται σε πολύ μεγαλύτερα έργα όπως η παραγωγή μεγάλων βιομηχανικών στροβίλων και, το 1907, ενεπλάκη σε μια «διαδικασία έγκρισης και παραχώρησης» για την κατασκευή υδροηλεκτρικού σταθμούκοντά στο Ντόγκερν Αμ Ράιν, όπως αναφέρεται σε έγγραφο της Βασιλείας στηνν Ελβετία από το 1925.
Μέχρι το 1920, το εργοστάσιο Escher-Wyss βρέθηκε μπλεγμένο σε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες.Η συνθήκη των Βερσαλλιών είχε περιορίσει τη στρατιωτική και οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας μετά τον Μεγάλο Πόλεμο, και η Ελβετική Εταιρεία βρήκε την ύφεση στα γειτονικά εθνικά έργα υπερβολική για να την αντέξει.
Ωστρόσο, το μητρικό υποκατάστημα Escher-Wyss που βρισκόταν στη Ζυρίχη και είχε ιδρυθεί το 1805 και η εταιρεία, η οποία εξακολουθούσε να επωφελείται από μια καλή φήμη και μια ιστορία που διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα, κρίθηκαν πολύ σημαντικά για να χαθούν. Τον Δεκέμβριο του 1920, πραγματοποιήθηκε αναδιοργάνωση με μείωση του μετοχικού κεφαλαίου από 11,5 σε 4,015 εκατομμύρια γαλλικά φράγκα και το οποίο αργότερα αυξήθηκε ξανά σε 5,515 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους του 1931, η εταιρεία Escher-Wyss εξακολουθούσε να χάνει χρήματα.
Μέχρι τότε, το εργοστάσιο συνέχιζε να παραδίδει μεγάλης κλίμακας συμβάσεις κατασκευαστικών έργων, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, όπως σημειώνεται σε επίσημη αλληλογραφία με ημερομηνία 1924που ανταλλάχθηκε μεταξύ του Γουλιέλμου Γ΄, πρίγκιπα της Θουριγγίας, της εταιρείας Escher-Wyss και του διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων του Οίκου της Θουριγγίας, λογιστή Julius Heller. Αυτό το έγγραφο αναφέρεται στους «Γενικούς Όρους και Προϋποθέσεις της Ένωσης Γερμανών Κατασκευαστών Υδροτουρμπίνων για την Παράδοση Μηχανών και Άλλου Εξοπλισμού για Υδροηλεκτρικούς Σταθμούς».
Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης σε ένα φυλλάδιο για τη «συμφωνία της Ένωσης Γερμανών Κατασκευαστών Υδροτουρμπίνων για την Εγκατάσταση Στροβίλων και Ανταλλακτικών Μηχανών εντός του Γερμανικού Ράιχ», που τυπώθηκε στις 20 Μαρτίου 1923 σε ένα διαφημιστικό φυλλάδιο από την Escher-Wyss για έναν ρυθμιστή πίεσης λαδιού.
Αφού η Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είχε καταστρέψει την παγκόσμια οικονομία, η Escher-Wyss ανακοίνωσε ότι «η καταστροφική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης σε σχέση με το νόμισμα μειώνεται. Η εταιρεία [Escher-Wyss] δεν είναι προσωρινά σε θέση να συνεχίσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της σε διάφορες χώρες των πελατών της». Η εταιρεία αποκάλυψε επίσης ότι θα ζητούσε την αναβολή ενός δικαστηρίου στην ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Nachrichten, η οποία ανέφερε την 1η Δεκεμβρίου 1931 ότι «η Escher-Wyss έλαβε αναστολή απόφασης πτώχευσης μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1932 και ενεργώντας ως επιμελητής στην Ελβετία, έχει οριστεί μια εταιρεία εμπιστοσύνης». Το άρθρο ανέφερε με αισιοδοξία ότι «θα πρέπει να υπάρξει προοπτική συνέχισης των επιχειρήσεων». Το 1931, η Escher-Wyss απασχολούσε περίπου 1.300 μη συμβασιούχους εργάτες και 550 μισθωτούς.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Escher-Wyss βρέθηκε ξανά σε οικονομικά προβλήματα. Αυτή τη φορά, δημιουργήθηκε μια κοινοπραξία προκειμένου να σώθει η προβληματική εταιρεία μηχανικής. Η κοινοπραξία συγκροτήθηκε εν μέρει από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Ελβετίας (της οποίας κατά σύμπτωση επικεφαλής ήταν ένας Max Schwab, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον Klaus Schwab) και έλαβε χώρα περαιτέρω αναδιάρθρωση.
Το 1938, ανακοινώθηκεότι ένας μηχανικός της εταιρείας, ο συνταγματάρχης Jacob Schmidheiny θα γινόταν ο νέος Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Escher-Wyss. Λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το 1939, ο Schmidheiny φέρεται να είπε: «Το ξέσπασμα του πολέμου δεν σημαίνει απαραίτητα λουκέτο για μία βιομηχανία με μηχανές σε μια ουδέτερη χώρα, αντιθέτως». Η Escher-Wyss και η νέα της διοίκηση, προφανώς ανυπομονούσαν να επωφεληθούν από τον πόλεμο, ανοίγοντας το δρόμο για τη μεταμόρφωσή της σε σημαντικό στρατιωτικό εργολάβο των Ναζί.
Μια σύντομη ιστορία της εβραϊκής δίωξης στο Ράβενσμπουργκ
Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία, πολλά πράγματα άλλαξαν στη Γερμανία και η ιστορία του εβραϊκού πληθυσμού του Ράβενσμπουργκ κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής είναι θλιβερή. Ωστόσο, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αντισημιτισμός είχε σηκώσει κεφάλι στην περιοχή.
Κατά τον Μεσαίωνα, μια συναγωγή, που αναφέρεται ήδη από το 1345, βρισκόταν στο κέντρο του Ράβενσμπουργκ και που εξυπηρετούσε μια μικρή εβραϊκή κοινότητα, την παρουσία της οποίας μπορεί να εντοπίσει κανείς από το 1330 έως το 1429. Στα τέλη του 1429 και έως το 1430, οι Εβραίοι του Ράβενσμπουργκ είχαν στοχοποιηθεί και ακολούθησε μια φρικτή σφαγή.Στους κοντινούς οικισμούς Λιντάου, Υμπερλίνγκεν, Μπούχορν (αργότερα μετονομάστηκε σε Φριντριχσάφεν), Μίρσμπουργκ και Κόστανζ, έγιναν μαζικές συλλήψεις Εβραίων κατοίκων.
Οι Εβραίοι του Λιντάου κάηκαν ζωντανοί κατά τη «Συκοφαντία του Αίματος»του Ράβενσμπουργκ το 1429/1430, στην οποία μέλη της εβραϊκής κοινότητας κατηγορήθηκαν ότι θυσίαζαν μωρά μέσω τελετουργιών. Τον Αύγουστο του 1430, στο Υμπερλίνγκεν, η εβραϊκή κοινότητα αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει, με 12 να αρνούνται και να σκοτώνονται. Οι σφαγές, συνολικά, έγιναν με την άμεση έγκριση του βασιλιά Σίγκμουντ και οι υπόλοιποι Εβραίοι εκδιώχθηκαν σύντομα από την περιοχή.
Το Ράβενσμπουργκ είχε πρωτοστατήσει και το 1559 σε αυτό τον διωγμό, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Φερδινάνδος Α’. Μάλιστα, πολύ αργότερα, σε μια ανανεωμένη οδηγία του 1804 που εκδόθηκε για τη φρουρά της πόλης, αναφέρονταν: «Εφόσον οι Εβραίοι δεν επιτρέπεται να ασχολούνται με οποιοδήποτε εμπόριο ή επιχείρηση, δεν επιτρέπεται σε κανέναν από αυτούς η είσοδος στην πόλη με τα πόδια ή με άμαξα. Επίσης, όσοι βρίσκονται ήδη στην πόλη και δεν έχουν λάβει άδεια για μεγαλύτερη ή μικρότερη παραμονή από το αστυνομικό γραφείο, πρέπει να απομακρυνθούν από την πόλη. Εκ του αστυνομικού τμήματος».
Μόλις τον 19ο αιώνα οι Εβραίοι κατάφεραν να εγκατασταθούν νόμιμα στο Ράβενσμπουργκ και, ακόμη και τότε, ο αριθμός τους παρέμενε τόσο μικρός που δεν ξαναχτίστηκε άλλη συναγωγή. Το 1858, υπήρχαν μόνο 3 Εβραίοι καταγεγραμμένοι και, το 1895, ο αριθμός αυτός έφτασε στους 57. Από την αλλαγή του αιώνα μέχρι το 1933, ο αριθμός των Εβραίων που ζούσαν στο Ράβενσμπουργκ είχε μειωθεί σταθερά, καθώς η κοινότητα τότε απαρτιζόταν μόνο από 23 ανθρώπους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, υπήρχαν επτά κύριες εβραϊκές οικογένειες που ζούσαν στο Ράβενσμπουργκ, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών Adler, Erlanger, Harburger, Herrmann, Landauer, Rose και Sondermann. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους εθνικοσοσιαλιστές, ορισμένοι από τους Εβραίους του Ράβενσμπουργκ αναγκάστηκαν αρχικά να μεταναστεύσουν, ενώ άλλοι αργότερα δολοφονήθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν πολλές δημόσιες εκδηλώσεις μίσους προς τη μικρή κοινότητα των Εβραίων μέσα και γύρω από το Ράβενσμπουργκ.
Ήδη, στις 13 Μαρτίου 1933, περίπου τρεις εβδομάδες πριν από το πανεθνικό ναζιστικό μποϊκοτάζ όλων των εβραϊκών καταστημάτων στη Γερμανία, φρουροί της Στούρμαμπταϊλουνγκ (παραστρατιωτική οργάνωση προσκείμενη αρχικά στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα και στη συνέχεια στη μετεξέλιξή του, στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ) τοποθετήθηκαν μπροστά σε δύο από τα πέντε εβραϊκά καταστήματα στο Ράβενσμπουργκ και προσπάθησαν να εμποδίσουν πελάτες προκειμένου να εισέλθουν, βάζοντας πινακίδες σε ένα κατάστημα που ανέφεραν,«Το Wohlwert έκλεισε μέχρι την αρυανοποίηση του».
Το Wohlwert’s σύντομα θα «αρυανοποιούνταν» και θα ήταν το μόνο εβραϊκό κατάστημα που θα επιζούσε από το ναζιστικό πογκρόμ. Οι άλλοι ιδιοκτήτες των τεσσάρων μεγάλων εβραϊκών πολυκαταστημάτων στο Ράβενσμπουργκ, οι Knopf, Merkur, Landauer και Wallersteiner αναγκάστηκαν όλοι να πουλήσουν τις περιουσίες τους σε μη Εβραίους εμπόρους μεταξύ 1935 και 1938. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλοί από τους Εβραίους του Ράβενσμπουργκ κατάφεραν να φύγουν στο εξωτερικό πριν ξεκινήσει η χειρότερη δίωξη των εθνικοσοσιαλιστών.
Ενώ τουλάχιστον οκτώ πέθαναν βίαια, αναφέρθηκε ότι τρεις Εβραίοι πολίτες που ζούσαν στο Ράβενσμπουργκ επέζησαν λόγω των Γερμανίδων συζύγων τους. Μερικοί από τους Εβραίους που συνελήφθησαν στο Ράβενσμπουργκ κατά τη διάρκεια της «Νύχτας των Κρυστάλλων» αναγκάστηκαν να παρελάσουν στους δρόμους του Μπάντεν-Μπάντεν υπό την επίβλεψη φρουρών των SS την επόμενη μέρα και αργότερα μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάξενχαουζεν.
Στο Ράβενσμπουργκ σημειώθηκαν φρικτά εγκλήματα των Ναζί κατά της ανθρωπότητας. Την 1η Ιανουαρίου 1934, τέθηκε σε ισχύ στη Ναζιστική Γερμανία ο «Νόμος για την Πρόληψη των Κληρονομικών Ασθενειών»,που σήμαινε ότι άτομα με διαγνωσμένες ασθένειες όπως άνοια, σχιζοφρένεια, επιληψία, κληρονομική κώφωση και διάφορες άλλες ψυχικές διαταραχές, θα μπορούσαν να στειρωθούν νόμιμα.Στο Νοσοκομείο της πόλης του Ράβενσμπουργκ, που σήμερα ονομάζεται Νοσοκομείο Heilig-Geist, πραγματοποιήθηκαν αναγκαστικές στειρώσεις από τον Απρίλιο του 1934. Μέχρι το 1936, η στείρωση ήταν η πιο εκτελούμενη ιατρική πράξη στο δημοτικό νοσοκομείο.
Στα προπολεμικά χρόνια της δεκαετίας του 1930, που οδήγησαν στη προσάρτηση της Πολωνίας, το εργοστάσιο Escher-Wyss του Ράβενσμπουργκ, το οποίο τότε διαχειριζόταν ο πατέρας του Klaus Schwab, Eugen Schwab,συνέχισε να είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής, ενώ και το ναζιστικό κόμμα του Χίτλερ του απένειμε τον τίτλο της«Εθνικοσοσιαλιστικής Πρότυπης Εταιρείας». Στην ουσία, ενώ ο Schwab ήταν επικεφαλής, οι Ναζί ζητούσαν συνεργασία στον επερχόμενο πόλεμο και τελικά το εργαστάσιο ανταποκρίθηκε.
Η Escher-Wyss του Ράβενσμπουργκ και ο πόλεμος
Το Ράβενσμπουργκ ήταν ιδιαιτέρως ωφελούμενο εν καιρώ πολέμου, καθώς δεν υπήρξε ποτέ στόχος αεροπορικών επιδρομών των Συμμάχων. Η παρουσία του Ερυθρού Σταυρού και μια φημολογούμενη συμφωνία με διάφορες εταιρείες,συμπεριλαμβανομένης της Escher-Wyss, οδήγησαν τις συμμαχικές δυνάμεις να συμφωνήσουν δημοσίως να μην στοχοποιήσουν την πόλη της Νότιας Γερμανίας. Δεν χαρακτηρίστηκε ως σημαντικός στρατιωτικός στόχος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου και, για το λόγο αυτό, η πόλη διατηρεί ακόμα πολλά από τα αρχικά της χαρακτηριστικά. Ωστόσο, πολύ πιο σκοτεινά πράγματα συνέβαιναν στο Ράβενσμπουργκ όταν ξεκίνησε ο πόλεμος.
Ο Eugen Schwab συνέχισε να διαχειρίζεται την «Εθνικοσοσιαλιστική Πρότυπη Εταιρεία», την Escher-Wyss, και η ελβετική εταιρεία βοηθούσε τη ναζιστική Βέρμαχτ να παράγει σημαντικά πολεμικά όπλα, καθώς και περισσότερους βασικούς οπλισμούς. Η εταιρεία Escher-Wyss ήταν ηγέτης στην τεχνολογία μεγάλων στροβίλων για υδροηλεκτρικά φράγματα και σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, αλλά κατασκεύαζε επίσης εξαρτήματα για γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη. Συμμετείχε επίσης στενά σε πολύ πιο σκοτεινά έργα που συνέβαιναν στα παρασκήνια, τα οποία, αν ολοκληρωνόταν, θα μπορούσαν να είχαν αλλάξει την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η δυτική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών γνώριζε ήδη τη συνενοχή και τη συνεργασία της Escher-Wyss με τους Ναζί. Υπάρχουν διαθέσιμα αρχεία από τις δυτικές στρατιωτικές πληροφορίες εκείνη την εποχή, συγκεκριμένα το γκρουπ Αρχείων 226 (RG 226), με δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS), τα οποία δείχνουν ότι οι συμμαχικές δυνάμεις γνώριζαν ορισμένες από τις επιχειρήσεις της Escher-Wyss στις οποίες συναλλλάσσονταν με τους Ναζί.
Μέσα στο RG 226, υπάρχουν τρεις συγκεκριμένες αναφορές για την Escher-Wyss:
• Αριθμός αρχείου 47178:Η Escher-Wyss της Ελβετίας εργάζεται για μια μεγάλη παραγγελία της Γερμανίας. Τα φλογοβόλα αποστέλλονται από την Ελβετία με το όνομα Brennstoffbehaelter. Με ημερομηνία Σεπτ. 1944.
• Ο αριθμός αρχείου 41589αναφέρει ότι οι Ελβετοί επέτρεπαν να αποθηκεύονται οι γερμανικές εξαγωγές στη χώρα τους, ένα υποτιθέμενο ουδέτερο έθνος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: Επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ της Empresa Nacional Calvo Sotelo (ENCASO), της Escher Wyss και της Mineral Celbau Gesellschaft. 1 σελ. Ιούλιος 1944. Βλέπε επίσης L 42627, την Έκθεση σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της ισπανικής Empresa Nacional Calvo Sotelo και της γερμανικής Rheinmetall Borsig, σχετικά με τις γερμανικές εξαγωγές που αποθηκεύονται στην Ελβετία. 1 σελ. Αύγουστος 1944.
• Ο αριθμός αρχείου 72654ισχυρίζονταν ότι: Ο βωξίτης της Ουγγαρίας στάλθηκε στη Γερμανία και την Ελβετία για διύλιση. Στη συνέχεια, ένα κυβερνητικό συνδικάτο έχτισε ένα εργοστάσιο αλουμινίου στο Dunaalmas στα σύνορα της Ουγγαρίας και στο οποίο παρέχεται ηλεκτρική ενέργεια. Η Ουγγαρία συνεισέφερε σε ανθρακωρυχεία και παραγγέλθηκε εξοπλισμός από την ελβετική εταιρεία Escher-Wyss. Η παραγωγή ξεκίνησε το 1941. 2 σελ. Μάιος 1944.
H Escher-Wyss υπήρξε ηγέτιδα στη δημιουργία νέας τεχνολογίας στροβίλων. Η εταιρεία είχε κατασκευάσει έναν στρόβιλο 14.500 HP για το στρατηγικά σημαντικό υδροηλεκτρικό εργοστάσιο της βιομηχανικής εγκατάστασης Norsk Hydro στο Βέρμοκ, κοντά στο Ριούκαν, στη Νορβηγία. Το εργοστάσιο Norsk Hydro, μέρος του οποίου υποστηριζόταν από την Escher Wyss, ήταν το μόνο βιομηχανικό εργοστάσιο υπό τον έλεγχο των Ναζί, ικανό να παράγει Βαρύ Ύδωρ, ένα συστατικό απαραίτητο για την παραγωγή πλουτωνίου για το ναζιστικό πρόγραμμα ατομικής βόμβας.
Οι Γερμανοί είχαν αφήσει στην άκρη όλους τους δυνατούς πόρους για την παραγωγή Βαρέος Ύδατος, αλλά οι συμμαχικές δυνάμεις γνώριζαν τις τεχνολογικές προόδους που θα μπορούσαν να αλλάξουν το παιχνίδι από τους ολοένα και πιο απελπισμένους Ναζί. Κατά τη διάρκεια του 1942 και του 1943, το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο έγινε στόχος, επιτυχημένων -μερικώς- επιδρομών βρετανικών καταδρομέων και της νορβηγικής αντίστασης, αν και η παραγωγή Βαρέος Ύδατος συνεχίστηκε. Οι συμμαχικές δυνάμεις θα ρίξουν περισσότερες από 400 βόμβες στο εργοστάσιο, κάτι που όμως επηρέασε ελάχιστα τις μεγάλες εγκαταστάσεις.
Το 1944, γερμανικά πλοία προσπάθησαν να μεταφέρουν Βαρύ Ύδωρ πίσω στη Γερμανία, αλλά η Νορβηγική Αντίσταση κατάφερε να βυθίσει μόλις ένα. Έτσι, με τη βοήθεια της Escher-Wyss, οι Ναζί κατάφεραν σχεδόν να αλλάξουν την παλίρροια του πολέμου και να επιφέρουν μια νίκη του Άξονα.
Πίσω στο εργοστάσιο Escher-Wyss στο Ράβενσμπουργκ, ο Eugen Schwab ήταν απασχολημένος με το να χρησιμοποιεί στη ναζιστική εταιρεία του την αναγκαστική εργασία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σχεδόν 3.600 εργάτες δούλευαν καταναγκαστικά στο Ράβενσμπουργκ, συμπεριλαμβανομένου και του εργαστασίου της Escher Wyss. Σύμφωνα με τον αρχειοφύλακα της πόλης στο Ράβενσμπουργκ, Andrea Schmuder, το εργοστάσιο μηχανών Escher-Wyss απασχολούσε μεταξύ 198 και 203 πολιτικούς κρατουμένους και αιχμαλώτους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Karl Schweizer, ένας τοπικός ιστορικός του Λιντάου, αναφέρει ότι η Escher-Wyss διατηρούσε ένα μικρό ειδικό στρατόπεδο για εργάτες καταναγκαστικής εργασίας στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου.
Η χρήση τέτοιων εργατών στο Ράβενσμπουργκ κατέστησε αναγκαία τη δημιουργία ενός από τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα ναζιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στο εργαστάσιο ενός πρώην ξυλουργού, στη Ziegelstrasse 16. Πριν, το εν λόγω στρατόπεδο φιλοξενούσε 125 Γάλλους αιχμαλώτους πολέμου που στάλθηκαν σε άλλα στρατόπεδα το 1942. Οι Γάλλοι εργάτες αντικαταστάθηκαν από 150 Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου, οι οποίοι, σύμφωνα με φήμες, είχαν τη χειρότερη μεταχείριση από όλους τους αιχμαλώτους. Μια τέτοια κρατούμενη ήταν η Zina Jakuschewa,της οποίας η κάρτα και το βιβλίο εργασίας φυλάσσονται στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτά τα έγγραφα την προσδιορίζουν ως μη Εβραία εργάτρια καταναγκαστικής εργασίας, η οποία ήταν στο Ράβενσμπουργκ της Γερμανίας το 1943 και το 1944.
Ο Eugen Schwab θα διατηρούσε ευσυνείδητα το status quo της εταιρείας κατά τα χρόνια του πολέμου. Εξάλλου, με τον νεαρό Klaus Martin Schwab να γεννιέται το 1938 και τον αδελφό του, Urs Reiner Schwab, λίγα χρόνια αργότερα, ο Eugen ήθελε να κρατήσει τα παιδιά του μακριά από το κακό.
MUST WATCH: Alex Jones confronts George Soros at WEF 2023. pic.twitter.com/FZo66CWdTB
— Damon Imani (@damonimani) January 16, 2023
Klaus Martin Schwab: Άνθρωπος του μυστηρίου, διεθνώς
Γεννημένος στις 30 Μαρτίου του 1938 στο Ράβενσμπουργκ της Γερμανίας, ο Klaus Schwab ήταν το μεγαλύτερο παιδί σε μια κανονική «πυρηνική» οικογένεια. Μεταξύ 1945 και 1947, ο Klaus φοίτησε στο δημοτικό σχολείο στο Άου. Ο Klaus Schwab θυμάται σε μια συνέντευξη του 2006 στους Irish Times ότι: «Μετά τον πόλεμο, ήμουν πρόεδρος της γαλλογερμανικής περιφερειακής ένωσης νεολαίας. Οι ήρωές μου ήταν ο Adenauer, ο De Gasperi και ο De Gaulle».
Ο Klaus Schwab και ο μικρότερος αδελφός του, Urs Reiner Schwab, επρόκειτο να ακολουθήσουν τα βήματα του παππού τους, Gottfried, και του πατέρα τους, Eugen, και θα εκπαιδεύονταν αρχικά ως μηχανικοί. Ο πατέρας του Klaus είχε πει στον νεαρό Schwab ότι, αν ήθελε να έχει αντίκτυπο στον κόσμο, τότε θα έπρεπε να εκπαιδευτεί ως Μηχανικός Μηχανών. Αυτή θα ήταν μόνο η αρχή των πανεπιστημιακών διαπιστευτηρίων του Schwab.
Ο Κλάους θα αρχίσει να σπουδάζει στο Spohn-Gymnasium του Ράβενσμπουργκ μεταξύ 1949 και 1957, αποφοιτώντας τελικά από το Humanistisches Gymnasium. Μεταξύ 1958 και 1962, ξεκίνησε να εργάζεται με διάφορες εταιρείες μηχανικής και, το 1962, ο Klaus ολοκλήρωσε τις σπουδές μηχανολόγου-μηχανικούστο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ETH) στη Ζυρίχη με δίπλωμα μηχανικού. Την επόμενη χρονιά, ολοκλήρωσε επίσης ένα μάθημα οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Φρίμπουργκ, στην Ελβετία. Από το 1963 έως το 1966, εργάστηκε ως Βοηθός του Γενικού Διευθυντή του Γερμανικού Συνδέσμου Μηχανοδομίας (VDMA), στη Φρανκφούρτη.
Το 1965, ο Schwab εργάστηκε επίσης για το διδακτορικό του στο ETH της Ζυρίχης, γράφοντας διατριβή με θέμα: «Η μακροπρόθεσμη εξαγωγική πίστωση ως επιχειρηματικό πρόβλημα στη μηχανολογία». Στη συνέχεια, το 1966, έλαβε πράγματι το διδακτορικό του στη Μηχανική από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (ETH) της Ζυρίχης. Εκείνη την εποχή, ο πατέρας του Klaus, Eugen Schwab, «κολυμπούσε» σε μεγαλύτερους «κύκλους» από ό,τι είχε «κολυμπήσει προηγουμένως».
Αφού ήταν μια πολύ γνωστή προσωπικότητα στο Ράβενσμπουργκ ως Διευθύνων Σύμβουλος του εργοστασίου Escher-Wyss πριν από τον πόλεμο, ο Eugen θα εκλεγόταν τελικά ως Πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της πόλης. Το 1966, κατά την ίδρυση της γερμανικής επιτροπής για τη σιδηροδρομική σήραγγα Splügen, ο Eugen Schwab την όρισε ως ένα έργο«που δημιουργεί μια καλύτερη και ταχύτερη σύνδεση με την ολοένα και πιο συγκλίνουσα Ευρώπη μας, προσφέροντας νέες ευκαιρίες για πολιτιστική, οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη».
Το 1967, ο Klaus Schwab απέκτησε διδακτορικό στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Φρίμπουργκ της Ελβετίας, καθώς και πτυχίο Master στη Δημόσια Διοίκηση από τη Σχολή Διακυβέρνησης John F. Kennedy στο Χάρβαρντ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενώ ήταν στο Χάρβαρντ, ο Schwab διδάχθηκε από τον Henry Kissinger, για τον οποίο αργότερα θα έλεγε ότι ήταν μεταξύ των κορυφαίων 3-4 ανθρώπων που έχουν επηρεάσει περισσότερο τη σκέψη του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Στο προαναφερθέν άρθρο των Irish Times του 2006, ο Klaus μίλησε για εκείνη την περίοδο ως μία πολύ σημαντική εποχή για τη διαμόρφωση της σημερινής ιδεολογικής του σκέψης, δηλώνοντας: «Χρόνια αργότερα, όταν επέστρεψα από τις ΗΠΑ μετά τις σπουδές μου στο Χάρβαρντ, υπήρξαν δύο γεγονότα που είχαν ένα αποφασιστικό έναυσμα για μένα. Το πρώτο ήταν ένα βιβλίο του Jean-Jacques Servan-Schreiber, The American Challenge, που έλεγε ότι η Ευρώπη θα έχανε έναντι των ΗΠΑ λόγω των κατώτερων μεθόδων διαχείρισης της Ευρώπης. Το άλλο ήταν –και αυτό έχει σχέση με την Ιρλανδία– όταν η Ευρώπη των έξιέγινε η Ευρώπη των εννέα». Αυτά τα δύο γεγονότα θα βοηθούσαν στη διαμόρφωση του Klaus Schwab σε έναν άνθρωπο που ήθελε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι δημιουργούσαν τις επιχειρήσεις τους.
Την ίδια χρονιά, ο μικρότερος αδερφός του Klaus, Urs Reiner Schwab, αποφοίτησε από το ETH της Ζυρίχης ως μηχανολόγος-μηχανικός και ο Klaus Schwab πήγε να εργαστεί στην παλιά εταιρεία του πατέρα του, την Escher-Wyss, η οποια έγινε σύντομα Sulzer Escher-Wyss AG, Zurich. Εκεί ανέλαβε Βοηθός του Προέδρου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναδιοργάνωση των συγχωνευόμενων εταιρειών. Το γεγονός αυτό οδηγεί στις πυρηνικές διασυνδέσεις του Klaus.
Η άνοδος ενός τεχνοκράτη
Η Sulzer, μια ελβετική εταιρεία της οποίας η προέλευση χρονολογείται από το 1834, είχε αναδειχθεί για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κατασκευής συμπιεστών το 1906. Μέχρι το 1914, η οικογενειακή εταιρεία είχε γίνει μέρος «τριών μετοχικών εταιρειών»,μία από τις οποίες ήταν η επίσημη εταιρεία χαρτοφυλακίου. Στη δεκαετία του 1930, τα κέρδη της Sulzer θα πέσουν κατακόρυφα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης και, όπως πολλές επιχειρήσεις εκείνη την εποχή, αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα πληρωμών και σε σχέση με τους εργάτες τους.
Επειδή ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν επηρέασε τόσο την Ελβετία όσο τους γείτονές της, η οικονομική άνθηση που επρόκειτο να ακολουθήσει οδήγησε στην αύξηση της ισχύος και της κυριαρχίας της Sulzer στην αγορά. Το 1966, λίγο πριν την άφιξη του Klaus Schwab στην Escher-Wyss, οι Ελβετοί κατασκευαστές στροβίλων υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας με τους αδελφούς Sulzer στο Βίντερτουρ. Η Sulzer και η Escher-Wyss θα ξεκινήσουν να συγχωνεύονται το 1966, όταν η Sulzer αγόρασε το 53% των μετοχών της Escher. Η δεύτερη θα γινόταν επίσημα Sulzer Escher-Wyss AG το 1969, όταν και η τελευταία από τις μετοχές αποκτήθηκε από τους αδελφούς Sulzer.
Μόλις ξεκίνησε η συγχώνευση, η Escher-Wyss άρχισε να αναδιαρθρώνεται και δύο από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίουθα ήταν τα πρώτα που θα βίωναν το τέλος της υπηρεσίας τους στην Escher-Wyss. Ο Δρ. H. Schindler και ο W. Stoffel παραιτήθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο, του οποίου ηγήθηκαν τότε οι Georg Sulzer και Alfred Schaffner. Ο Δρ. Schindler ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Escher-Wyss για 28 χρόνια και είχε εργαστεί δίπλα στον Eugen Schwab για μια μεγάλη διάρκεια της θητείας του. Ο Peter Schmidheiny θα αναλάβει αργότερα ως Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Escher-Wyss, συνεχίζοντας την κυριαρχία της οικογένειας Schmidheiny στα στελέχη της εταιρείας.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης, αποφασίστηκε ότι η Escher-Wyss και η Sulzer θα επικεντρωθούν σε ξεχωριστούς τομείς της μηχανικής, με τα εργοστάσια της Escher-Wyss να εργάζονται κυρίως στην κατασκευή υδραυλικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων στροβίλων, αντλιών αποθήκευσης, μηχανών αναστροφής, συσκευών κλεισίματος και αγωγών, καθώς και ατμοστροβίλων, στροβιλοσυμπιεστών, συστημάτων εξάτμισης, φυγοκέντρων και μηχανημάτων για τη βιομηχανία χαρτιού και χαρτοπολτού. Η Sulzer θα επικεντρωνόταν στη βιομηχανία ψύξης καθώς και στην κατασκευή ατμολεβήτων και αεριοστροβίλων.
Την 1η Ιανουαρίου του 1968, η πρόσφατα αναδιοργανωμένη Sulzer Escher-Wyss AG βγήκε επισήμως στην αγορά, έχοντας εξορθολογιστεί, μια κίνηση που κρίθηκε απαραίτητη λόγω των πολλών μεγάλων εξαγορών. Σε αυτές, περιλαμβάνονταν μια στενή συνεργασίαμε την Brown Boveri, μια ομάδα ελβετικών εταιρειών ηλεκτρικής μηχανικής που είχαν επίσης εργαστεί για τους Ναζί, προμηθεύοντας τους Γερμανούς με υλικά για τα υποβρύχια που χρησιμοποιούσαν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Brown Boveri είχε επίσης περιγραφεί ως «εργολάβος ηλεκτρικών ειδών που σχετίζονται με την άμυνα» και τα στελέχη της θεωρούσαν ότι οι συνθήκες του αγώνα εξοπλισμών του Ψυχρού Πολέμου ήταν επωφελείς για την επιχείρησή τους.
Η συγχώνευση και η αναδιοργάνωση αυτών των ελβετικών κολοσσών μηχανολογίας απέδωσε με μοναδικούς τρόπους. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1968 στη Γκρενόμπλ, οι Sulzer και Escher-Wyss χρησιμοποίησαν 8 συμπιεστές ψύξης για να δημιουργήσουν τόνους τεχνητού πάγου. Επίσης, το 1969, οι δύο εταιρείες ενώθηκαν για να βοηθήσουν στην κατασκευή ενός νέου επιβατηγού πλοίου με το όνομα Hamburg, το πρώτο πλοίο στον κόσμο που ήταν πλήρως κλιματιζόμενο χάρη στη συνεργασία Sulzer και Escher-Wyss.
Το 1967, ο Klaus Schwab εκτινάχθηκε επίσημα στη σκηνή της ελβετικής επιχειρηματικής κοινότητας, πρωτοστάτησε στη συγχώνευση μεταξύ Sulzer και Escher-Wyss, καθώς και στον σχηματισμό κερδοφόρων συμμαχιών, όπως με την Brown Boveri και άλλους. Τον Δεκέμβριο του 1967, ο Klaus θα μιλούσε στη Ζυρίχη μπροστά στους κορυφαίους ελβετικούς οργανισμούς μηχανικών, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης της Ένωσης Εργοδοτών Ελβετικών Κατασκευαστών Μηχανών και Μετάλλων και της Ένωσης Ελβετικών Κατασκευαστών Μηχανών.
Στην ομιλία του, θα προέβλεπε σωστά τη σημασία της ενσωμάτωσης των υπολογιστών στη σύγχρονη ελβετική μηχανική, δηλώνοντας ότι: «Το 1971, προϊόντα που δεν κυκλοφορούν καν στην αγορά σήμερα είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν έως και το ένα τέταρτο των πωλήσεων αύριο. Αυτό απαιτεί από τις εταιρείες να ερευνούν συστηματικά πιθανές εξελίξεις και να εντοπίζουν κενά στην αγορά.
Σήμερα (σ.σ. 1971), 18 από τις 20 μεγαλύτερες εταιρείες στον κλάδο των μηχανημάτων μας διαθέτουν τμήματα σχεδιασμού στα οποία έχουν ανατεθεί τέτοιες εργασίες. Φυσικά, όλοι πρέπει να κάνουν χρήση των πιο πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων, και οι υπολογιστές είναι ένα από αυτά. Οι πολλές μικρές και μεσαίες εταιρείες του κλάδου των μηχανών μας ακολουθούν το δρόμο της συνεργασίας ή χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ειδικών παρόχων υπηρεσιών επεξεργασίας δεδομένων».
Οι υπολογιστές και τα δεδομένα θεωρήθηκαν προφανώς σημαντικά για το μέλλον, σύμφωνα με τον Schwab, και αυτό προβλήθηκε περαιτέρω στην αναδιοργάνωση της Sulzer Escher-Wyss κατά τη συγχώνευσή της. Ο σύγχρονος ιστότοπος της Sulzer αντικατοπτρίζει αυτήν την αξιοσημείωτη αλλαγή κατεύθυνσης, δηλώνοντας ότι, το 1968: «Οι δραστηριότητες τεχνολογίας υλικών εντείνονται [από τη Sulzer] και αποτελούν τη βάση για προϊόντα ιατρικής τεχνολογίας. Η θεμελιώδης αλλαγή από μια εταιρεία κατασκευής μηχανών σε μια εταιρεία τεχνολογίας αρχίζει να γίνεται εμφανής».
Πράγματι, ο Klaus Schwab βοήθησε να μετατραπεί η Sulzer Escher-Wyss σε κάτι περισσότερο από έναν απλό γίγαντα μηχανουργίας, μετατρέποντας την σε μια εταιρεία τεχνολογίας που οδηγούσε με μεγάλη ταχύτητα σε ένα μέλλον υψηλής τεχνολογίας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Sulzer Escher-Wyss άλλαξε και μία άλλη εστίαση της επιχείρησής προκειμένου να βοηθήσει στο να «δημιουργηθεί η βάση για προϊόντα ιατρικής τεχνολογίας», ένας τομέας που δεν είχε αναφερθεί προηγουμένως στους στόχους, είτε της Sulzer είτε της Escher-Wyss.
Αλλά η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν η μόνη αναβάθμιση που ήθελε να παρουσιάσει ο Klaus Schwab στη Sulzer Escher-Wyss. Επεδίωκε επίσης να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία σκεφτόταν το στιλ της διοίκησης της επιχείρησής της. Ο Schwab και οι στενοί του συνεργάτες πίεζαν για μια εντελώς νέα επιχειρηματική φιλοσοφίαπου θα επέτρεπε «σε όλους τους εργαζόμενους να αποδεχτούν ως ηθικό χρέος τους στόχους της εταιρείας, εξασφαλίζοντας της έτσι μια αίσθηση ευελιξίας».
Ο ίδιος ο Klaus άρχισε να αναδεικνύεται ως πιο ενεργό δημόσιο πρόσωπο στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Εκείνη την εποχή, η εταιρεία Sulzer Escher-Wyss άρχισε επίσης να ενδιαφέρεται περισσότερο να ασχοληθεί με τον Τύπο, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν. Τον Ιανουάριο του 1969, οι ελβετικοί γίγαντες διοργάνωσαν μια δημόσια συμβουλευτική συνάντηση με τίτλο «Ημέρα Ενημέρωσης της Βιομηχανίας Μηχανικής»,η οποία αφορούσε κυρίως ζητήματα σχετικά με τη διαχείριση της εταιρείας. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο Schwab θα δήλωνε ότι οι εταιρείες που χρησιμοποιούν αυταρχικό στυλ διαχείρισης «δεν είναι σε θέση να ενεργοποιήσουν πλήρως το “ανθρώπινο κεφάλαιο”», ένα επιχείρημα που θα χρησιμοποιούσεσε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Πλουτώνιο και Πρετόρια
Η Escher-Wyss ήταν πρωτοπόρα σε μερικές από τις πιο σημαντικές τεχνολογίες στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως επισημαίνει το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ σε έγγραφό του για την «Υπερκρίσιμη ανάπτυξη του κύκλου Brayton CO2 (CBC)», μια συσκευή που χρησιμοποιείται σε υδροηλεκτρικούς και πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, «η Escher-Wyss ήταν η πρώτη που ανέπτυξε τη στροβιλομηχανή για συστήματα CBC, ξεκινώντας το 1939».
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι κατασκευάστηκαν 24 συστήματα, «με την Escher-Wyss να σχεδιάζει τους κύκλους μετατροπής ισχύος και να κατασκευάζει τις στροβιλομηχανές». Μέχρι το 1966, λίγο πριν από την είσοδο του Schwab στην Escher-Wyss και την έναρξη της συγχώνευσης με τη Sulzer, ο συμπιεστής ηλίου της Escher-Wyss είχε σχεδιαστεί για την La Fleur Corporation και συνέχισε την εξέλιξη της συσκευής Brayton Cycle Development. Αυτή η τεχνολογία εξακολουθούσε να είναι σημαντική για τη βιομηχανία όπλων μέχρι το 1986, με τα πυρηνικά μη επανδρωμένα αεροσκάφηνα είναι εξοπλισμένα με έναν πυρηνικό αντιδραστήρα κύκλου Brayton που ψύχεται με ήλιο.
Η Escher-Wyss είχε εμπλακεί με την κατασκευή και εγκατάσταση πυρηνικής τεχνολογίας τουλάχιστον ήδη από το 1962, όπως φαίνεται σε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια «διάταξη ανταλλαγής θερμότητας για ένα πυρηνικό εργοστάσιο» και ένα άλλο, από το 1966,για έναν «σταθμό αεριοστροβίλου πυρηνικού αντιδραστήρα με ψύξη έκτακτης ανάγκης». Μετά την αποχώρηση του Schwab από την Sulzer Escher-Wyss, η Sulzer θα βοηθούσε επίσης στην ανάπτυξηειδικών στροβιλοσυμπιεστών για εμπλουτισμό ουρανίου για την παραγωγή καυσίμων αντιδραστήρων.
Όταν ο Klaus Schwab προσχώρησε στη Sulzer Escher-Wyss το 1967 και ξεκίνησε την αναδιοργάνωση της σε εταιρεία τεχνολογίας, η εμπλοκή της Sulzer Escher-Wyss στις πιο σκοτεινές πτυχές της παγκόσμιας κούρσας πυρηνικών εξοπλισμών έγινε αμέσως πιο έντονη. Πριν εμπλακεί ο Klaus, η Escher-Wyss είχε συχνά επικεντρωθεί στο να βοηθάει στο σχεδιασμό και την κατασκευή εξαρτημάτων για μη στρατιωτικές χρήσεις της πυρηνικής τεχνολογίας, π.χ. την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας.
Ωστόσο, με την άφιξη του «πρόθυμου» Schwab ήρθε και η συμμετοχή της εταιρείας στην παράνομη διάδοση της τεχνολογίας πυρηνικών όπλων. Μέχρι το 1969, η ενσωμάτωση της Escher Wyss στην Sulzer ολοκληρώθηκε πλήρως και θα μετονομάζονταν σε Sulzer AG, αφαιρώντας το ιστορικό Escher-Wyss από το όνομά της.
Τελικά, αποκαλύφθηκε, χάρη σε μια ανασκόπηση και μία έκθεση από τις ελβετικές αρχές και έναν άνδρα ονόματι Peter Hug, ότι η Sulzer Escher-Wyss άρχισε κρυφά να προμηθεύεται και να κατασκευάζει βασικά μέρη για πυρηνικά όπλα κατά τη δεκαετία του 1960. Η εταιρεία, ενώ ο Schwab ήταν στο διοικητικό συμβούλιο, άρχισε επίσης να παίζει κρίσιμο ρόλο-κλειδί στην ανάπτυξη του παράνομου προγράμματος πυρηνικών όπλων της Νότιας Αφρικής κατά τα πιο σκοτεινά χρόνια του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Ο Klaus Schwab ήταν ηγετική φυσιογνωμία στην ίδρυση μιας εταιρικής κουλτούρας που βοήθησε την Πρετόρια να κατασκευάσει έξι πυρηνικά όπλα και να συναρμολογήσει εν μέρει ένα έβδομο.
Στην έκθεση του,ο Peter Hug περιέγραψε το πώς η Sulzer Escher Wyss AG είχε προμηθεύσει κρίσιμα υλικά στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής και ότι βρήκε στοιχεία για τον ρόλο της Γερμανίας στην υποστήριξη του ρατσιστικού καθεστώτος. Αποκάλυψε επίσης ότι η ελβετική κυβέρνηση «γνώριζε κάποιες παράνομες συμφωνίες, αλλά “τις ανεχόταν σιωπηλά”, ενώ υποστήριξε ενεργά ορισμένες από αυτές ή τις επέκρινε με μισή καρδιά». Η έκθεση του Hug τελικά οριστικοποιήθηκε σε ένα project με τίτλο: «Ελβετία και Νότια Αφρική 1948-1994 – Τελική Έκθεση του NFP 42+ που ανατέθηκε από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο», η οποία συντάχθηκε και γράφτηκε από τον Georg Kreis και δημοσιεύτηκε το 2007.
Μέχρι το 1967, η Νότια Αφρική είχε κατασκευάσει έναν αντιδραστήρα ως μέρος ενός σχεδίου για την παραγωγή πλουτωνίου, το SAFARI-2, στο Πελιντάμπα, το κύριο πυρηνικό ερευνητικό κέντρο της Νότιας Αφρικής, το οποίο διευθύνεται από την South African Nuclear Energy Corporation. Το SAFARI-2 ήταν μέρος ενός έργου για την ανάπτυξη ενός αντιδραστήρα που θα μετριάζονταν από Βαρύ Ύδωρ και ο οποίος θα τροφοδοτείτο από φυσικό ουράνιο και θα ψύχονταν με νάτριο.
Αυτή η σύνδεση με την ανάπτυξη Βαρέος Ύδατος για τη δημιουργία ουρανίου, η ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους Ναζί, επίσης με τη βοήθεια της Escher-Wyss, μπορεί να εξηγήσει το γιατί οι Νοτιοαφρικανοί έμπλεξαν αρχικά την Escher-Wyss. Αλλά μέχρι το 1969,η Νότια Αφρική εγκατέλειψε το έργο του αντιδραστήρα Βαρέος Ύδατος επειδή αποστράγγιζε πόρους από το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου που είχε ξεκινήσει για πρώτη φορά το 1967.
Το 1970, η Escher-Wyss ήταν σίγουρα βαθιά συνδεδεμένη με την πυρηνική τεχνολογία, όπως φαίνεται σε ένα αρχείοπου φυλάσσεται στο Landesarchivs Baden-Württemberg, στα κρατικά αρχεία του κρατιδίου Μπάντεν-Βούτεμπεργκ. Το αρχείο περιγράφει λεπτομέρειες μιας διαδικασίας δημόσιας προμήθειας και περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις συζητήσεις ανάθεσης σε συγκεκριμένες εταιρείες που συμμετείχαν στην προμήθεια πυρηνικής τεχνολογίας και υλικών. Οι εταιρείες που αναφέρονται στο έγγραφο είναι οι NUKEM, Uhde, Krantz, Preussag, Escher-Wyss, Siemens, Rheintal, Leybold, Lurgi, και η περιβόητη Transnuklear.
Οι Ελβετοί και οι Νοτιοαφρικανοί είχαν στενή σχέση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της ιστορίας, όταν δεν ήταν εύκολο για το βάναυσο καθεστώς της Νότιας Αφρικής να βρει στενούς συμμάχους. Μέχρι τις 4 Νοεμβρίου του 1977, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είχε θεσπίσει το ψήφισμα 418 που επέβαλε υποχρεωτικό εμπάργκο όπλων κατά της Νότιας Αφρικής, ένα εμπάργκο που δεν θα ακυρωνόταν πλήρως μέχρι το 1994.
Ο Georg Kreis επεσήμανε τα εξής στη λεπτομερή αξιολόγησή του για την έκθεση Hug: «Το γεγονός ότι οι αρχές υιοθέτησαν μια χαλαρή στάση ακόμη και μετά τον Μάιο του 1978 έρχεται στο προσκήνιο σε μια ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του Κινήματος κατά του Απαρτχάιντ και του DFMA τον Οκτώβριο/Δεκέμβριο του 1978. Όπως εξηγεί η μελέτη του Hug, το Κίνημα κατά του Απαρτχάιντ της Ελβετίας επεσήμανε τις γερμανικές αναφορές σύμφωνα με τις οποίες η Sulzer Escher-Wyss και μια εταιρεία που ονομάζεται BBC είχαν προμηθεύσει εξαρτήματα για το εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου της Νότιας Αφρικής και σε επαναλαμβανόμενες πιστώσεις στην ESCOM, οι οποίες περιλάμβαναν επίσης σημαντικές συνεισφορές από ελβετικές τράπεζες.
Αυτοί οι ισχυρισμοί οδηγούν σε ερωτήματα για το εάν το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο –υπό το πρίσμα της θεμελιώδους υποστήριξης του εμπάργκο του ΟΗΕ, θα έπρεπε να υποκινήσει την Κεντρική Τράπεζα να σταματήσει να εγκρίνει πιστώσεις για την ESCOM στο μέλλον». Πράγματι, οι ελβετικές τράπεζες θα βοηθούσαν στη χρηματοδότηση της νοτιοαφρικανικής κούρσας για τα πυρηνικά και, μέχρι το 1986, η Sulzer Escher-Wyss παρήγαγε με επιτυχία ειδικούς συμπιεστές για εμπλουτισμό ουρανίου.
Η ίδρυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ
Το 1970, ο νεαρός Klaus Schwab έγραψε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ζήτησε βοήθεια για τη δημιουργία μίας «μη εμπορικής δεξαμενής σκέψης για Ευρωπαίους επιχειρηματικούς ηγέτες». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα ήταν επίσης ο χορηγός των συνεδριάσεων, στέλνοντας τον Γάλλο πολιτικό Raymond Barre να ενεργήσει ως «πνευματικός μέντορας» του φόρουμ. Ο Barre, ο οποίος ήταν εκείνη την εποχή Ευρωπαίος Επίτροπος για τις Οικονομικές και Δημοσιονομικές Υποθέσεις, θα γινόταν αργότερα πρωθυπουργός της Γαλλίας και θα κατηγορούντανότι έκανε αντισημιτικά σχόλια ενώ ήταν στην εξουσία.
Έτσι, το 1970, ο Schwab άφησε την Escher Wyss για να οργανώσει ένα συνέδριο διοίκησης επιχειρήσεων δύο εβδομάδων. Το 1971, η πρώτη συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ –που τότε ονομαζόταν Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Διαχείρισης– συγκλήθηκε στο Νταβός της Ελβετίας. Περίπου 450 συμμετέχοντες από 31 χώρες συμμετείχαν στο πρώτο Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Διοίκησης του Schwab, που αποτελούνταν κυρίως από διευθυντές διαφόρων ευρωπαϊκών εταιρειών, πολιτικούς και ακαδημαϊκούς των ΗΠΑ. Το φόρουμ σημείωσε επιτυχία υπό την οργάνωση του Klaus Schwab και της γραμματέος του, Hilde Stoll, που αργότερα, την ίδια χρονιά, θα γινόταν η σύζυγος του Schwab.
Το ευρωπαϊκό συμπόσιο του Klaus δεν ήταν μια πρωτότυπη ιδέα. Όπως ανέφερεο συγγραφέας Ganga Jey Aratnam το 2018: «Το “Πνεύμα του Νταβός” του Klaus Schwab ήταν επίσης το “Πνεύμα του Χάρβαρντ”. Και δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι το διάσημο πανεπιστήμιο είχε υποστηρίξει την ιδέα ενός συμποσίου. Ο εξέχων οικονομολόγος του Χάρβαρντ, John Kenneth Galbraith, υποστήριζε πάντα την εύπορη κοινωνία καθώς και τις ανάγκες σχεδιασμού του καπιταλισμού και την προσέγγιση Ανατολής και Δύσης».
Ήταν επίσης αλήθεια ότι, όπως τόνισε και ο Aratnam, δεν ήταν η πρώτη φορά που το Νταβός φιλοξενούσε τέτοιες εκδηλώσεις. Μεταξύ 1928 και 1931, τα Συνέδρια του Πανεπιστημίου του Νταβός έλαβαν χώρα στο Hotel Belvédère, εκδηλώσεις που συνιδρύθηκαν από τον Albert Einstein και σταμάτησαν μόνο από τη Μεγάλη Ύφεση και την απειλή του επικείμενου πολέμου.
Η Λέσχη της Ρώμης και το WEF
Η ομάδα με τη μεγαλύτερη επιρροή που ώθησε τη δημιουργία του συμποσίου του Klaus Schwab ήταν η Λέσχη της Ρώμης, μια δεξαμενή σκέψης με επιρροή στην επιστημονική και οικονομική ελίτ που αντικατοπτρίζει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ με πολλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης ενός μοντέλου παγκόσμιας διακυβέρνησης με επικεφαλής μία τεχνοκρατική ελίτ. Η Λέσχη ιδρύθηκε το 1968 από τον Ιταλό βιομήχανο Aurelio Peccei και τον Σκωτσέζο χημικό Alexander King κατά τη διάρκεια μιας ιδιωτικής συνάντησης σε μια κατοικία που ανήκε στην οικογένεια Rockefeller, στο Bellagio της Ιταλίας.
Ανάμεσα στα πρώτα επιτεύγματα της ήταν ένα βιβλίο του 1972 με τίτλο The Limits to Growth, που επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στον παγκόσμιο υπερπληθυσμό, προειδοποιώντας ότι «αν τα καταναλωτικά πρότυπα του κόσμου και η αύξηση του πληθυσμού συνέχιζαν με τους ίδιους υψηλούς ρυθμούς της εποχής, η γη θα έφτανε τα όριά της μέσα σε έναν αιώνα». Στην τρίτη συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, το 1973, ο Peccei εκφώνησε μια ομιλία συνοψίζοντας το βιβλίο, το οποίο ο ιστότοπος του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ θυμάται ότι ήταν το χαρακτηριστικό γεγονός αυτής της ιστορικής συνάντησης. Την ίδια χρονιά, η Λέσχη της Ρώμης θα δημοσιεύσει μια έκθεση που περιέγραφε λεπτομερώς ένα «προσαρμοστικό» μοντέλο για την παγκόσμια διακυβέρνηση που θα χώριζε τον κόσμο σε δέκα, διασυνδεδεμένες οικονομικές/πολιτικές περιοχές.
Η Λέσχη της Ρώμης ήταν επί μακρόν αμφιλεγόμενη για την εμμονή της στη μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού και σε πολλές από τις προηγούμενες πολιτικές της, τις οποίες οι επικριτές της περιέγραψαν ως επηρεασμένες από την Ευγονική και τη Νεομαλθουσιανή. Ωστόσο, στο περίφημο Βιβλίο του 1991 της Λέσχης, Η Πρώτη Παγκόσμια Επανάσταση, υποστηρίχθηκε ότι τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να κερδίσουν λαϊκή υποστήριξη εάν οι μάζες ήταν σε θέση να τις συνδέσουν με μια υπαρξιακή μάχη ενάντια σε έναν κοινό εχθρό.
Για το σκοπό αυτό, η Πρώτη Παγκόσμια Επανάσταση περιείχε ένα απόσπασμα με τίτλο «Ο κοινός εχθρός της ανθρωπότητας είναι ο άνθρωπος», το οποίο αναφέρει τα εξής: «Αναζητώντας έναν κοινό εχθρό εναντίον του οποίου μπορούμε να ενωθούμε, καταλήξαμε στην ιδέα ότι η ρύπανση, η απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η έλλειψη νερού, η πείνα και άλλα παρόμοια, θα ταίριαζαν απόλυτα στη συνολική εικόνα.
Στο σύνολό τους και στις αλληλεπιδράσεις τους αυτά τα φαινόμενα αποτελούν μια κοινή απειλή που πρέπει να αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί. Καθορίζοντας όμως αυτούς τους κινδύνους ως εχθρούς, πέφτουμε στην παγίδα, για την οποία έχουμε ήδη προειδοποιήσει τους αναγνώστες, δηλαδή να μπερδεύουμε τα συμπτώματα με τις αιτίες. Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι προκαλούνται από την ανθρώπινη παρέμβαση στις φυσικές διεργασίες και μόνο μέσω αλλαγής των στάσεων και της συμπεριφοράς μπορούν να ξεπεραστούν. Ο πραγματικός εχθρός λοιπόν είναι η ίδια η ανθρωπότητα».
Τα τελευταία χρόνια, η ελίτ που κυριαρχεί στη Λέσχη της Ρώμης και στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ υποστήριξε συχνά ότι οι μέθοδοι ελέγχου του πληθυσμού είναι απαραίτητες για την προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ θα χρησιμοποιούσε παρομοίως τα ζητήματα του κλίματος και του περιβάλλοντος ως μέσο για να προωθήσει, ως απαραίτητες, κατά τα άλλα αντιδημοφιλείς πολιτικές, όπως αυτές της Μεγάλης Επαναφοράς.
Το παρελθόν ως πρόλογος
Από την ίδρυση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο Klaus Schwab έχει γίνει ένας από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στον κόσμο και η Μεγάλη Επαναφορά του έχει καταστήσει πιο σημαίνοντα από ποτέ τον έλεγχο από τον άνθρωπο που κάθεται στον θρόνο της παγκοσμιοποίησης.
Δεδομένου του εξέχοντος ρόλου του στην εκτεταμένη προσπάθεια να μεταμορφωθεί κάθε πτυχή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, η ιστορία του Klaus Schwab ήταν δύσκολο να ερευνηθεί. Όταν αρχίσετε να σκάβετε στην ιστορία ενός ανθρώπου όπως ο Schwab, ο οποίος βρίσκεται πιο ψηλά από άλλους της σκιώδους ελίτ που κινούν τα νήματα, σύντομα θα διαπιστώσετε ότι πολλές πληροφορίες έχουν αποκρυφτεί ή αφαιρεθεί. Ο Klaus είναι κάποιος που θέλει να μείνει κρυμμένος στις σκιώδεις γωνιές της κοινωνίας και που θα επιτρέψει στον μέσο άνθρωπο να δει μόνο μια καλοπαρουσιασμένη κατασκευή της επιλεγμένης του περσόνας.
Είναι ο πραγματικός Klaus Schwab μια ευγενική ηλικιωμένη φιγούρα ενός θείου που επιθυμεί να κάνει καλό για την ανθρωπότητα ή είναι πραγματικά γιος ενός συνεργάτη των Ναζί που χρησιμοποίησε τη δουλεία σκλάβων και βοήθησε τις προσπάθειες των Ναζί να αποκτήσουν την πρώτη ατομική βόμβα;
Είναι ο Klaus ο έντιμος διευθυντής επιχειρήσεων που πρέπει να εμπιστευτούμε για τη δημιουργία μιας δικαιότερης κοινωνίας και χώρων εργασίας για τον απλό άνθρωπο ή είναι το άτομο που βοήθησε την Sulzer Escher-Wyss σε μια τεχνολογική επανάσταση, η οποία οδήγησε με το ρόλο της στην παράνομη δημιουργία πυρηνικών όπλων για το ρατσιστικό καθεστώς απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής;
Τα στοιχεία που κοίταξα δεν υποδεικνύουν έναν ευγενικό άνθρωπο, αλλά μάλλον ένα μέλος μιας πλούσιας, καλά δικτυωμένης οικογένειας που έχει ιστορικά συμβάλλει στη δημιουργία όπλων μαζικής καταστροφής για επιθετικές, ρατσιστικές κυβερνήσεις.
Όπως είπε ο Klaus Schwab το 2006, «Η γνώση θα είναι σύντομα διαθέσιμη παντού, την αποκαλώ “γκουγκλοποίηση” της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι αυτό που ξέρατε πια. Είναι ο τρόπος που το χρησιμοποιείτε. Πρέπει να είστε ο ρυθμιστής του ρυθμού». Ο Klaus Schwab θεωρεί τον εαυτό του ρυθμιστή και κορυφαίο παίκτη και πρέπει να πούμε ότι τα προσόντα και η εμπειρία του είναι εντυπωσιακά.
Ωστόσο, όταν πρόκειται για την εξάσκηση αυτού που κηρύττετε, ο Klaus έχει αποκαλυφθεί. Μία από τις τρεις μεγαλύτερες προκλήσεις στη λίστα προτεραιοτήτων του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ είναι η μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, ωστόσο, ούτε ο Klaus Schwab ούτε ο πατέρας του, Eugen, ανταποκρίθηκαν στις ίδιες αρχές όταν εργάζονταν. Ακριβώς το αντίθετο.
Τον Ιανουάριο του 2021, ο Klaus Schwab ανακοίνωσε ότι είναι η χρονιά που το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και οι σύμμαχοί του πρέπει να «ξανοικοδομήσουν την εμπιστοσύνη» με τις μάζες. Ωστόσο, εάν ο Schwab συνεχίσει να κρύβει την ιστορία του και τις διασυνδέσεις του πατέρα του με την «Εθνικοσοσιαλιστική Εταιρεία Μοντέλου» που ήταν η Escher-Wyss κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1930 και του 1940, τότε οι άνθρωποι θα έχουν βάσιμους λόγους να μην εμπιστεύονται τα υποκείμενα κίνητρα της υπερβολικά αντιδημοκρατικής του αντζέντας της Μεγάλης Επαναφοράς.
Στην περίπτωση των Schwabs, τα στοιχεία δεν δείχνουν απλώς κακές επιχειρηματικές πρακτικές ή κάποιου είδους παρεξηγήσεις της πραγματικότητας. Αντίθετα, η ιστορία της οικογένειας Schwab αποκαλύπτει τη συνήθεια να συνεργάζεται με γενοκτόνους δικτάτορες για τα βασικά κίνητρα του κέρδους και της εξουσίας. Οι Ναζί και το καθεστώς του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής είναι δύο από τα χειρότερα παραδείγματα ηγεσίας στη σύγχρονη πολιτική, ωστόσο, οι Schwabs προφανώς δεν μπορούσαν ή δεν το έβλεπαν αυτό εκείνη την εποχή.
Στην περίπτωση του ίδιου του Klaus Schwab, φαίνεται ότι βοήθησε στο ξέπλυμα λειψάνων της ναζιστικής εποχής, δηλαδή των πυρηνικών φιλοδοξιών και των φιλοδοξιών του για τον έλεγχο του πληθυσμού, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια μιας βαθύτερης ατζέντας. Ενώ υπηρετούσε ως ηγετική μορφή στη Sulzer Escher Wyss, η εταιρεία προσπάθησε να βοηθήσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του καθεστώτος της Νότιας Αφρικής, της τότε πιο ναζιστικής κυβέρνησης στον κόσμο, διατηρώντας την κληρονομιά της ναζιστικής εποχής της Escher Wyss.
Στη συνέχεια, μέσω του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ο Schwab βοήθησε στην αποκατάσταση των πολιτικών ελέγχου του πληθυσμού που επηρεάστηκαν από την Ευγονική κατά την περιόδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μία εποχή που οι αποκαλύψεις των ναζιστικών θηριωδιών έφεραν γρήγορα την ψευδο-επιστήμη σε μεγάλη ανυποληψία. Υπάρχει κάποιος λόγος να πιστεύουμε ότι ο Klaus Schwab, όπως είναι σήμερα, έχει αλλάξει ούτως ή άλλως; Ή εξακολουθεί να είναι το δημόσιο πρόσωπο μιας προσπάθειας δεκαετιών για να διασφαλιστεί η επιβίωση μιας πολύ παλιάς ατζέντας;
Το τελευταίο ερώτημα που πρέπει να τεθεί σχετικά με τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις ενέργειες του Schwab, μπορεί να είναι το πιο σημαντικό για το μέλλον της ανθρωπότητας: Προσπαθεί ο Klaus Schwab να δημιουργήσει την Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση ή προσπαθεί να δημιουργήσει το Τέταρτο Ράιχ;
*Ο Johnny Vedmore
Klaus Martin Schwab>International Man of Mystery
This Is Your Life
The last question that should be asked about the real motivations behind the actions of Herr Schwab, may be the most important for the future of humanity
On the morning of 11 September 2001, Klaus Schwab sat having breakfast in the Park East Synagogue in New York City with Rabbi Arthur Schneier, former Vice President for the World Jewish Congress and close associate of the Bronfman and Lauder families. Together, the two men watched one of the most impactful events of the next twenty years unfold as planes struck the World Trade Center buildings. Now, two decades on, Klaus Schwab again sits in a front row seat of yet another generation-defining moment in modern human history.
By Steve Beckow/
Johnny VedmoreAlways seeming to have a front row seat when tragedy approaches, Schwab’s proximity to world-altering events likely owes to his being one of the most well-connected men on Earth. As the driving force behind the World Economic Forum, “the international organization for public-private cooperation,” Schwab has courted heads of state, leading business executives, and the elite of academic and scientific circles into the Davos fold for over 50 years. More recently, he has also courted the ire of many due to his more recent role as the frontman of the Great Reset, a sweeping effort to remake civilization globally for the express benefit of the elite of the World Economic Forum and their allies.
Schwab, during the Forum’s annual meeting in January 2021, stressed that the building of trust would be integral to the success of the Great Reset, signalling a subsequent expansion of the initiative’s already massive public relations campaign. Though Schwab called for the building of trust through unspecified “progress,” trust is normally facilitated through transparency. Perhaps that is why so many have declined to trust Mr. Schwab and his motives, as so little is known about the man’s history and background prior to his founding of the World Economic Forum in the early 1970s.
Yes, #KlausSchwab arrived in Manhattan just in time to see the planes hit. #COVID911https://t.co/hgTbXitZAU
— HousatonicLive (@HousatonicLive) August 7, 2022
Like many prominent frontmen for elite-sponsored agendas, the online record of Schwab has been well-sanitized, making it difficult to come across information on his early history as well as information on his family. Yet, having been born in Ravensburg, Germany in 1938, many have speculated in recent months that Schwab’s family may have had some tie to Axis war efforts, ties that, if exposed, could threaten the reputation of the World Economic Forum and bring unwanted scrutiny to its professed missions and motives.
In this Unlimited Hangout investigation, the past that Klaus Schwab has worked to hide is explored in detail, revealing the involvement of the Schwab family, not only in the Nazi quest for an atomic bomb, but apartheid South Africa’s illegal nuclear programme. Especially revealing is the history of Klaus’ father, Eugen Schwab, who led the Nazi-supported German branch of a Swiss engineering firm into the war as a prominent military contractor. That company, Escher-Wyss, would use slave labor to produce machinery critical to the Nazi war effort as well as the Nazi’s effort to produce heavy water for its nuclear program. Years later, at the same company, a young Klaus Schwab served on the board of directors when the decision was made to furnish the racist apartheid regime of South Africa with the necessary equipment to further its quest to become a nuclear power.
With the World Economic Forum now a prominent advocate for nuclear non-proliferation and “clean” nuclear energy, Klaus Schwab’s past makes him a poor spokesperson for his professed agenda for the present and the future. Yet, digging even deeper into his activities, it becomes clear that Schwab’s real role has long been to “shape global, regional and industry agendas” of the present in order to ensure the continuity of larger, much older agendas that came into disrepute after World War II, not just nuclear technology, but also eugenics-influenced population control policies.
A Swabian Story
On 10 July 1870, Klaus Schwab’s grandfather Jakob Wilhelm Gottfried Schwab, referred to later as simply Gottfried, was born in a Germany at war with its French neighbours. Karlsruhe, the town where Gottfried Schwab was born, was located in the Grand Duchy of Baden, ruled in 1870 by the 43 year old Grand Duke of Baden, Frederick I. The following year, the aforementioned Duke would be present at the proclamation of the German Empire which took place in the Hall of Mirrors at the Palace of Versailles. He was the only son-in-law of the incumbent Emperor Wilhelm I and, as Frederick I, was one of the reigning sovereigns of Germany. By the time Gottfried Schwab turned 18 years old, Germany would see Wilhelm II take the throne upon the death of his father, Frederick III.
In 1893, a 23 year old Gottfried Schwab would officially depart from Germany giving up his German citizenship and leaving Karlsruhe in order to emigrate to Switzerland. At the time, his occupation was noted as being that of a simple baker. Here, Gottfried would meet Marie Lappert who was from Kirchberg near Bern, Switzerland and who was five years his junior.
They would marry in Roggwil, Bern, on 27 May 1898 and the following year, on 27 April 1899, their child Eugen Schwab was born. At the time of his birth, Gottfried Schwab had moved up in the world, having become a Machine Engineer. When Eugen was around one year old, Gottfried and Marie Schwab decided to return to live in Karlsruhe and Gottfried reapplied for German citizenship again.
Eugen Schwab would follow in the footsteps of his father and also become a Machine Engineer and in future years, he would advise his children to do the same. Eugen Schwab would eventually begin working at a factory in a town in Upper Swabia in Southern Germany, capital of the district of Ravensburg, Baden-Württemberg.
The factory where he would forge his career was the German branch of a Swiss company named Escher Wyss. Switzerland had many long standing economic ties to the Ravensburg area, with Swiss traders in the early 19th century bringing in yarn and weaving products.
In the same period, Ravensburg delivered grain to Rorschach until 1870, alongside breeding animals and various cheeses, deep within the Swiss Alps. Between 1809 and 1837, there were 375 Swiss people living in Ravensburg, though the Swiss population had dropped to 133 by 1910.
In the 1830s, skilled Swiss workers set up a cotton factory with an incorporated bleaching and finishing plant owned and maintained by the Erpf brothers. The Ravensburg horse market, created in around 1840, also attracted many people from Switzerland, especially after the 1847 opening of the railway line from Ravensburg to Friedrichshafen, a town situated on nearby Lake Constance on the borderlands of Switzerland and Germany.
Rorsach grain traders would make regular visits to the Ravensburger Kornhaus and eventually this cross-border cooperation and trade also led to a branch of the Zurich machine factory, Escher-Wyss & Cie, opening in the city. This feat was made plausible once a train line connecting the Swiss to the German route network was completed between 1850 and 1853. The factory was set up by Walter Zuppinger between 1856 to 1859 and would begin production in 1860. In 1861, we can see the first official patent of the manufacturers Escher-Wyss in Ravensburg of “peculiar facilities on mechanical looms for ribbon weaving”. At this time, the Ravensburg branch of Escher Wyss would be directed by Walter Zuppinger, and would be where he developed his tangential turbine and where he gained a number of additional patents. In 1870, Zuppinger along with others would also founded a paper mill works in Baienfurt close to Ravensburg. He retired in 1875 and devoted all his energies to the further advance of turbines.
At the turn of the new century, Escher-Wyss had put the ribbon weaving to one side and begun to concentrate on much bigger projects like the production of large industrial turbines and, in 1907, they sought an “approval and concession procedure” for the construction of a hydropower plant near Dogern am Rhein, which was reported in a Basel brochure from 1925.
By 1920, Escher-Wyss found themselves embroiled in serious financial difficulties. The treaty of Versailles had restricted the military and economic growth of Germany following the Great War, and the Swiss Company found the downturn in neighbouring national civil engineering projects too much to bear. The parent branch of Escher-Wyss was located in Zurich and dated back to 1805 and the company, which still benefited from a good reputation and a history lasting more than a century, was deemed too important to lose. In December 1920, a reorganization was carried out by writing down the share capital from 11.5 to 4.015 million French Francs and which was later increased again to 5.515 million Swiss Francs. By the end of the financial year of 1931, Escher-Wyss was still losing money.
Yet, the plucky company continued to deliver large scale civil engineering contracts throughout the 1920s as noted in the official correspondence written in 1924 from Wilhelm III Prince of Urach to the company Escher-Wyss and to the asset manager of the House of Urach, accountant Julius Heller. This document discusses the “General Terms and Conditions of the Association of German Water Turbine Manufacturers for the Delivery of Machines and Other Equipment for Hydropower Plants”. This is also confirmed in a brochure on the “Conditions of the Association of German Water Turbine Manufacturers for the Installation of Turbines and Machine Parts within the German Reich”, printed on March 20, 1923 in an advertising brochure from Escher-Wyss for a universal oil pressure regulator.
After the Great Depression in the early 1930s had laid waste to the global economy, Escher-Wyss announced, “as the catastrophic development of the economic situation in connection with the currency declines; The company [Escher-Wyss] is temporarily unable to continue its current liabilities in various customer countries.” The company also revealed that they would apply for a court deferral to the Swiss newspaper Neue Zürcher Nachrichten, which reported on 1 December 1931 that, “the company Escher-Wyss has been granted a stay of bankruptcy until the end of March 1932 and, acting as curator in Switzerland, a trust company has been appointed.”
The article stated optimistically that, “there should be a prospect of continuing operations.” In 1931, Escher-Wyss employed around 1,300 non-contracted workers and 550 salaried employees.
By the mid-1930s, Escher-Wyss had again found itself in financial trouble. In order to rescue the company this time, a consortium was brought on board to save the ailing engineering firm. The consortium was partly formed by the Federal Bank of Switzerland (which was coincidently headed by a Max Schwab, who is of no relation to Klaus Schwab) and further restructuring took place. In 1938, it was announced that an engineer at the firm, Colonel Jacob Schmidheiny would become the new President of the Board of Directors at Escher-Wyss. Soon after the outbreak of war in 1939, Schmidheiny was quoted as saying, “The outbreak of war does not necessarily mean unemployment for the machine industry in a neutral country, on the contrary.” Escher-Wyss, and its new management, were apparently looking forward to profiting off the war, paving the way for their transformation into a major Nazi military contractor.
A Brief History of Jewish Persecution in Ravensburg
When Adolf Hitler came to power, many things changed in Germany, and the story of the Jewish population of Ravensburg during that era is a sad one to tell. Yet, it was hardly the first time that anti-Semitism had first been recorded as having reared its ugly head in the region.
In the Middle Ages, a synagogue, mentioned as far back as 1345 was located at the centre of Ravensburg, serving a small Jewish community which can be traced from 1330 to 1429. At the end of 1429 and through 1430, the Jews of Ravensburg were targeted and a horrific massacre ensued. In the nearby settlements of Lindau, Überlingen, Buchhorn (later renamed Friedrichshafen), Meersburg and Konstanz, there were mass arrests of Jewish residents. The Jews of Lindau were burnt alive during the 1429/1430 Ravensburg blood libel, in which members of the Jewish community were accused of ritually sacrificing babies. In August 1430, in Überlingen, the Jewish community was forced to convert, 11 of them did so and the 12 who refused were killed. The massacres which took place in Lindau, Überlingen and Ravensburg happened with the direct approval of the ruling King Sigmund and any remaining Jews were soon expelled from the region.
Ravensburg had this ban confirmed by Emperor Ferdinand I in 1559 and it was upheld, for example, in an 1804 instruction issued for the city guard, which read: “Since the Jews are not allowed to engage in any trade or business here, no one else is allowed to enter the city by post or by carriage, The rest, however, if they have not received a permit for a longer or shorter stay from the police office, are to be removed from the city by the police station.”
Not until the 19th century were Jews able to settle legally in Ravensburg again and, even by then, their number remained so small that a synagogue was not rebuilt. In 1858, there were only 3 Jews recorded in Ravensburg and, in 1895, this number peaked at 57. From the turn of the century until 1933, the numbers of Jews living in Ravensburg had steadily decreased until the community was only made up of 23 people.
By the start of the 1930s, there were seven main Jewish families living in Ravensburg, including the Adler, Erlanger, Harburger, Herrmann, Landauer, Rose and Sondermann families. After the National Socialists seized power, some of the Ravensburg Jews were initially forced to emigrate, while others would later be murdered in Nazi concentration camps. Leading up to World War II, there were many public displays of hatred towards the small community of Jews in and around Ravensburg.
As early as March 13, 1933, about three weeks before the nationwide Nazi boycott of all Jewish shops in Germany, SA guards posted themselves in front of two of the five Jewish shops in Ravensburg and tried to prevent potential buyers from entering, putting up signs on one shop stating “Wohlwert closed until Aryanization”. Wohlwert’s would soon become “Aryanised” and would be the only Jewish-owned shop to survive the Nazi pogrom. The other owners of the four large Jewish department stores in Ravensburg; Knopf; Merkur; Landauer and Wallersteiner were all forced to sell their properties to non-Jewish merchants between 1935 and 1938. During this period, many of the Ravensburg Jews were able to flee abroad before the worst of the National Socialist persecution began. While at least eight died violently, it was reported that three Jewish citizens who lived in Ravensburg survived because of their “Aryan” spouses. Some of the Jews who were arrested in Ravensburg during Kristallnacht were forced to march through the streets of Baden-Baden under SS guard supervision the following day and were later deported to Sachsenhausen concentration camp.
Horrific Nazi crimes against humanity took place in Ravensburg. On 1 January 1934, the “Law for the Prevention of Hereditary Diseases” came into force in Nazi Germany, meaning people with diagnosed illnesses such as dementia, schizophrenia, epilepsy, hereditary deafness, and various other mental disorders, could be legally forcibly sterilised. In the Ravensburg City Hospital, today called Heilig-Geist Hospital, forced sterilisations were carried out beginning in April 1934. By 1936, sterilisation was the most performed medical procedure in the municipal hospital.
In the pre-war years of the 1930s leading up to the German annexation of Poland, Ravensburg’s Escher-Wyss factory, now managed directly by Klaus Schwab’s father, Eugen Schwab, continued to be the biggest employer in Ravensburg. Not only was the factory a major employer in the town, but Hitler’s own Nazi party awarded the Escher-Wyss Ravensburg branch the title of “National Socialist Model Company” while Schwab was at the helm. The Nazis were potentially wooing the Swiss company for cooperation in the coming war, and their advances were eventually reciprocated.
Escher-Wyss Ravensburg and the War
Ravensburg was an anomaly in wartime Germany, as it was never targeted by any Allied airstrikes. The presence of the Red Cross, and a rumoured agreement with various companies including Escher-Wyss, saw the allied forces publicly agree to not target the Southern German town. It was not classified as a significant military target throughout the war and, for that reason, the town still maintains many of its original features. However, much darker things were afoot in Ravensburg once the war began.
Eugen Schwab continued to manage the “National Socialist Model Company” for Escher-Wyss, and the Swiss company would aid the Nazi Wermacht produce significant weapons of war as well as more basic armaments. The Escher-Wyss company was a leader in large turbine technology for hydroelectric dams and power plants, but they also manufactured parts for German fighter planes. They were also intimately involved in much more sinister projects happening behind the scenes which, if completed, could have changed the outcome of World War II.
Western military intelligence were already aware of Escher-Wyss’ complicity and collaboration with the Nazis. There are records available from western military intelligence at the time, specifically Record Group 226 (RG 226) from the data compiled by the Office of Strategic Services (OSS), which shows the Allied forces were aware of some of the Escher-Wyss’ business dealings with the Nazis.
Within RG 226, there are three specific mentions of Escher-Wyss including:
- File number 47178 which reads: Escher-Wyss of Switzerland is working on a large order for Germany. Flame-throwers are despatched from Switzerland under the name Brennstoffbehaelter. Dated Sept. 1944.
- File number 41589 showed that the Swiss were allowing German exports to be stored in their country, a supposedly neutral nation during World War II. The entry reads: Business relations between Empresa Nacional Calvo Sotelo (ENCASO), Escher Wyss, and Mineral Celbau Gesellschaft. 1 p. July 1944; see also L 42627 Report on collaboration between the Spanish Empresa Nacional Calvo Sotelo and the German Rheinmetall Borsig, on German exports stored in Switzerland. 1 p. August 1944.
- File number 72654 claimed that: Hungary’s bauxite was formerly sent to Germany and Switzerland for refining. Then a government syndicate built an aluminium plant at Dunaalmas on the borders of Hungary. Electric power was provided; Hungary contributed coal mines, and equipment was ordered from the Swiss firm Escher-Wyss. Production began in 1941. 2 pp. May 1944.
Yet, Escher-Wyss were leaders in one blossoming field in particular, the creation of new turbine technology. The company had engineered a 14,500 HP turbine for the Norsk Hydro industrial facility’s strategically important hydroelectric plant at Vemork, near Rjukan in Norway. The Norsk Hydro plant, part powered by Escher Wyss, was the only industrial plant under Nazi control capable of producing heavy water, an ingredient essential for making plutonium for the Nazi atomic bomb program. The Germans had put all possible resources behind the production of heavy water, but the Allied forces were aware of the potentially game-changing tech advances by the increasingly desperate Nazis.
During 1942 and 1943, the hydro plant was the target of partially successful British Commando and Norwegian Resistance raids, although heavy water production continued. The Allied forces would drop more than 400 bombs on the plant, which barely affected the operations at the sprawling facility. In 1944, German ships attempted to transport heavy water back to Germany, but the Norwegian Resistance were able to sink the ship carrying the payload. With help from Escher-Wyss, the Nazis were almost able to change the tides of war and bring about an Axis victory.
Back in the Escher-Wyss factory in Ravensburg, Eugen Schwab had been busy putting forced labourers to work at his model Nazi company. During the years of World War II, nearly 3,600 forced labourers worked in Ravensburg, including at Escher Wyss. According to the city archivist in Ravensburg, Andrea Schmuder, the Escher-Wyss machine factory in Ravensburg employed between 198 and 203 civil workers and POWs during the war. Karl Schweizer, a local Lindau historian, states that Escher-Wyss maintained a small special camp for forced labourers on the factory premises.
The use of masses of forced labourers in Ravensburg made it necessary to setup one of the largest recorded Nazi forced labour camps in the workshop of a former carpenter’s at Ziegelstrasse 16. At one time, the camp in question accommodated 125 French prisoners of war who were later redistributed to other camps in 1942. The French workers were replaced by 150 Russian prisoners of war who, it was rumoured, were treated the worst out of all the POWs. One such prisoner was Zina Jakuschewa, whose work card and work book are held by the United States Holocaust Memorial Museum. Those documents identify her as a non-Jewish forced labourer assigned to Ravensburg, Germany, during 1943 and 1944.
Eugen Schwab would dutifully maintain the status quo during the war years. After all, with young Klaus Martin Schwab having been born in 1938 and his brother Urs Reiner Schwab born a few years later, Eugen would have wanted to keep his children out of harm’s way.
Klaus Martin Schwab – International Man of Mystery
Born on 30 March 1938 in Ravensburg, Germany, Klaus Schwab was the eldest child in a normal nuclear family. Between 1945 and 1947, Klaus attended primary school in Au, Germany. Klaus Schwab recalls in a 2006 interview with the Irish Times that: “After the war, I chaired the Franco-German regional youth association. My heroes were Adenauer, De Gasperi and De Gaulle.”
Klaus Schwab and his younger brother, Urs Reiner Schwab, were both to follow in the footsteps of their grandfather, Gottfried, and their father, Eugen, and would both initially train as machine engineers. Klaus’s father had told the young Schwab that, if he wanted to make an impact on the world, then he should train as a Machine Engineer. This would only be the beginning of Schwab’s University credentials.
Klaus would begin studying his plethora of degrees at Spohn-Gymnasium Ravensburg between 1949 and 1957, eventually graduating from the Humanistisches Gymnasium in Ravensburg. Between 1958 and 1962, Klaus began working with various engineering companies and, in 1962, Klaus completed his mechanical engineering studies at the Swiss Federal Institute of Technology (ETH) in Zurich with an engineering diploma. The following year, he also completed an economics course at the University of Fribourg, Switzerland. From 1963 until 1966, Klaus worked as Assistant to the Director-General of the German Machine-building Association (VDMA), Frankfurt.
In 1965, Klaus was also working on his doctorate from the ETH Zurich, writing his dissertation on: “The longer-term export credit as a business problem in mechanical engineering.” Then, in 1966, he received his Doctorate in Engineering from the Swiss Federal Institute of Technology (ETH), Zurich. At this time, Klaus’s father, Eugen Schwab, was swimming in bigger circles than he had previously swam. After being a well known personality in Ravensburg as the Managing Director of the Escher-Wyss factory from before the war, Eugen would eventually be elected as President of the Ravensburg Chamber of Commerce. In 1966, during the founding of the German committee for Splügen railway tunnel, Eugen Schwab defined the founding of the German committee as a project “that creates a better and faster connection for large circles in our increasingly converging Europe and thus offers new opportunities for cultural, economic and social development.’
In 1967, Klaus Schwab gained a Doctorate in Economics from the University of Fribourg, Switzerland as well as a Masters of Public Administration qualification from the John F. Kennedy School of Government at Harvard in the United States. While at Harvard, Schwab was taught by Henry Kissinger, who he would later say were among the top 3-4 figures who had most influenced his thinking over the course of his entire life.
In the previously mentioned Irish Times article of 2006, Klaus talks about that period as being very important to the formation of his present idealogical thinking, stating: “Years later, when I came back from the US after my studies at Harvard, there were two events that had a decisive triggering event on me. The first was a book by Jean-Jacques Servan-Schreiber, The American Challenge – which said Europe would lose out against the US because of Europe’s inferior management methods. The other event was – and this is relevant to Ireland – the Europe of the six became the Europe of the nine.” These two events would help shape Klaus Schwab into a man who wanted to change the way people went about their business.
That same year, Klaus’s younger brother Urs Reiner Schwab graduated from ETH Zurich as a mechanical engineer, and Klaus Schwab went to work for his father’s old company, Escher-Wyss, soon to become Sulzer Escher-Wyss AG, Zurich, as Assistant to the Chairman to aid in the reorganisation of the merging companies. This leads us towards Klaus’s nuclear connections.
The rise of a technocrat
Sulzer, a Swiss company whose origins date back to 1834, had first risen to prominence after starting to build compressors in 1906. By 1914, the family-run firm had become part of “three joint-stock companies,” one of which was the official holding company. In the 1930s, Sulzer’s profits would suffer during the Great Depression and, like many businesses at the time, faced disruption and industrial actions from their workers.
World War II may not have affected Switzerland as much as her neighbours, but the economic boom that was to follow led to Sulzer growing in power and market dominance. In 1966, just before the arrival of Klaus Schwab at Escher-Wyss, the Swiss turbine manufacturers signed a cooperation agreement with the Sulzer brothers in Winterthur. Sulzer and Escher-Wyss would begin to merge in 1966, when Sulzer purchased 53% of the company shares. Escher-Wyss would officially become Sulzer Escher-Wyss AG in 1969 when the last of the shares were acquired by the Sulzer brothers.
Once the merger had started, Escher-Wyss would begin to be restructured and two of the existing Board Members would be the first to find their service to Escher-Wyss coming to an end. Dr. H. Schindler and W. Stoffel would resign from the Board of Directors now headed by Georg Sulzer and Alfred Schaffner. Dr. Schindler had been a member of the Escher-Wyss Board of Directors for 28 years and had worked alongside Eugen Schwab throughout much of his service. Peter Schmidheiny would later take over as Chairman of the Board of Directors of Escher-Wyss, continuing the Schmidheiny family rule over the company’s executives.
During the restructuring process, it was decided that Escher-Wyss and Sulzer would concentrate on separate areas of machine engineering with the Escher-Wyss factories primarily working on hydraulic power plant construction, including turbines, storage pumps, reversing machines, closing devices and pipelines, as well as steam turbines, turbo compressors, evaporation systems, centrifuges and machines for the paper and pulp industry. Sulzer would concentrate on the refrigeration industry as well as steam boiler construction and gas turbines.
On 1 January 1968, the freshly reorganised Sulzer Escher-Wyss AG was rolled out publicly and the company had become streamlined, a move deemed necessary because of several large acquisitions. This included a close collaboration with Brown Boveri, a group of Swiss electric engineering companies who had also worked for the Nazis, supplying the Germans with some of their U-boat technology used during World War II. Brown Boveri was also described as “defence-related electrical contractors” and would find the conditions of the Cold War arms race to be beneficial to their business.
The merger and reorganisation of these Swiss mechanical engineering giants saw their collaboration pay off in unique ways. During the 1968 Winter Olympics in Grenoble, Sulzer and Escher-Wyss used 8 refrigeration compressors to create tonnes of artificial ice. In 1969, the two firms combined to help in the building of a new passenger ship named Hamburg, the first ship in the world to be fully air-conditioned thanks to the Sulzer Escher-Wyss combination.
In 1967, Klaus Schwab officially burst onto the scene of the Swiss business community and took a lead in the merger between Sulzer and Escher-Wyss, as well as forming profitable alliances with Brown Boveri and others. In December 1967, Klaus would speak at a Zurich event to the top Swiss machine engineering organisations; the Employers Association of Swiss Machine and Metal Manufacturers and the Association of Swiss Machine Manufacturers.
In his talk, he would correctly predict the importance of incorporating computers into modern Swiss machine engineering, stating that:
“In 1971, products that are not even on the market today are likely to account for up to a quarter of sales. This requires companies to systematically research possible developments and identify gaps in the market. Today, 18 of the 20 largest companies in our machine industry have planning departments that are entrusted with such tasks. Of course, everyone has to make use of the latest technological advances, and the computer is one of them. The many small and medium-sized companies in our machine industry take the path of cooperation or use the services of special data-processing service providers.”
Computers and data were obviously seen as important to the future, according to Schwab, and this was further projected in the reorganisation of Sulzer Escher-Wyss during their merger. Sulzer’s modern website reflects this noteworthy change in direction, stating that, in 1968: “Material technology activities are intensified [by Sulzer] and form the basis for medical technology products. The fundamental change from a machine-building company to a technology corporation starts to become apparent.”
Klaus Schwab was helping to turn Sulzer Escher-Wyss into something more than just a machine-building giant; he was transforming them into a technology corporation driving at high speed into a hi-tech future. It should also be noted that Sulzer Escher-Wyss changed another focus of their business to help them “form the basis for medical technology products,” an area not previously mentioned as a target industry for Sulzer and/or Escher-Wyss.
But technological advancement wasn’t the only upgrade Klaus Schwab wanted to introduce at Sulzer Escher-Wyss, he also wanted to change how the company thought about their business managerial style. Schwab and his close associates were pushing an entirely new business philosophy which would allow “all employees to accept the imperatives of motivation and to ensure at home a sense of flexibility and manoeuvrability.”
It is here in the late 1960s where we see Klaus begin to emerge as a more public figure. At this time, the Sulzer Escher-Wyss company also became more interested in engaging with the press than ever before. In January 1969, the Swiss giants set up a public advisory session entitled the “Press Day of the Machine Industry,” which mainly concerned questions on company management. During the event, Schwab would state that companies using authoritarian styles of business management are “unable to fully activate the ‘human capital,’” an argument he would use on many separate occasions during the late 1960s.
Plutonium and Pretoria
Escher-Wyss were pioneers in some of the most important tech in power generation. As the US Department of Energy points out in their paper on Supercritical CO2 Brayton Cycle Development (CBC), a device used in hydro and nuclear power plants, “Escher-Wyss was the first company known to develop the turbomachinery for CBC systems starting in 1939.” Going on to state that 24 systems were built, “with Escher-Wyss designing the power conversion cycles and building the turbomachinery for all but 3.” By 1966, just before the entrance of Schwab into Escher-Wyss and the start of the Sulzer merger, the Escher-Wyss helium compressor was designed for the La Fleur Corporation and continued the evolution of the Brayton Cycle Development. This technology was still of importance to the arms industry by 1986, with nuclear powered drones being equipped with a helium-cooled Brayton cycle nuclear reactor.
Escher-Wyss had been involved with manufacturing and installing nuclear technology at least as early as 1962, as shown by this patent for a “heat exchange arrangement for a nuclear power plant” and this patent from 1966 for a “nuclear reactor gas-turbine plant with emergency cooling.” After Schwab left Sulzer Escher-Wyss, Sulzer would also help to develop special turbocompressors for uranium enrichment to yield reactor fuels.
When Klaus Schwab joined Sulzer Escher-Wyss in 1967 and started the reorganisation of the company to be a technology corporation, the involvement of Sulzer Escher-Wyss in the darker aspects of the global nuclear arms race became immediately more pronounced. Before Klaus became involved, Escher-Wyss had often concentrated on helping design and build parts for civilian uses of nuclear technology, e.g. nuclear power generation. Yet, with the arrival of the eager Mr. Schwab also came the company’s participation in the illegal proliferation of nuclear weapons technology. By 1969, the incorporation of Escher Wyss into Sulzer was fully completed and they would be rebranded into Sulzer AG, dropping the historic name Escher-Wyss from their name.
It was eventually revealed, thanks to a review and report carried out by the Swiss authorities and a man named Peter Hug, that Sulzer Escher-Wyss began secretly procuring and building key parts for nuclear weapons during the 1960s. The company, while Schwab was on the board, also began playing a critical key role in the development of South Africa’s illegal nuclear weapons programme during the darkest years of the apartheid regime. Klaus Schwab was a leading figure in the founding of a company culture which helped Pretoria build six nuclear weapons and partially assemble a seventh.
In the report, Peter Hug outlined how Sulzer Escher Wyss AG (referred to post-merger as just Sulzer AG) had supplied vital components to the South African government and found evidence of Germany’s role in supporting the racist regime, also revealing that the Swiss government “was aware of illegal deals but ‘tolerated them in silence’ while supporting some of them actively or criticised them only half-heartedly.” Hug’s report was eventually finalised in a work entitled: “Switzerland and South Africa 1948-1994 – Final Report of the NFP 42+ commissioned by the Swiss Federal Council,” which was compiled and written by Georg Kreis and published in 2007.
By 1967, South Africa had constructed a reactor as part of a plan to produce plutonium, the SAFARI-2 located at Pelindaba. SAFARI-2 was part of a project to develop a reactor moderated by heavy water which would be fuelled by natural uranium and cooled using sodium. This link to developing heavy water for the creation of uranium, the same technology which had been utilised by the Nazis also with the help of Escher-Wyss, may explain why South Africans initially got Escher-Wyss involved. But by 1969, South Africa abandoned the heavy water reactor project at Pelindaba because it was draining resources from their uranium enrichment program that had first begun in 1967.
In 1970, Escher-Wyss were definitely deeply involved with nuclear technology, as seen in a record available in the Landesarchivs Baden-Württemberg. The record shows details of a public procurement process and contains information about award talks with specific companies involved in the procurement of nuclear technology and materials. The companies cited include: NUKEM; Uhde; Krantz; Preussag; Escher-Wyss; Siemens; Rheintal; Leybold; Lurgi; and the infamous Transnuklear.
The Swiss and South Africans had a close relationship through this period of history, when it was hardly easy for the brutal South African regime to find close allies. By 4 November 1977, the United Nations Security Council had enacted resolution 418 which imposed a mandatory arms embargo against South Africa, an embargo that wouldn’t be fully lifted until 1994.
Georg Kreis pointed out the following in his detailed assessment of the Hug report:
“The fact that the authorities assumed a laisse-faire attitude even after May 1978 comes to the fore in an exchange of letters between the Anti-Apartheid Movement and the DFMA in October/December 1978. As the study by Hug explicates, the Anti-Apartheid Movement of Switzerland pointed to German reports according to which Sulzer Escher-Wyss and a company called BBC had supplied parts for the South African uranium enrichment plant, and to repeated credits to ESCOM, which also included considerable contributions by Swiss banks. These assertions led to questions of whether the Federal Council – in light of fundamental support of the UN embargo, ought not to instigate the National Bank to stop authorising credits for ESCOM in the future.”
Swiss banks would help to fund the South African race to nukes and, by 1986, Sulzer Escher-Wyss were successfully producing special compressors for uranium enrichment.
The Founding of the World Economic Forum
In 1970, the young upstart, Klaus Schwab wrote to the European Commission and asked for help in setting up a “non-commercial think tank for European business leaders.” The European Commission would sponsor the event as well, sending French politician Raymond Barre to act as the forum’s “intellectual mentor.” Raymond Barre, who was at that time European Commissioner for Economic and Financial Affairs, would later go on to become French PM and would be accused of making anti-Semitic comments while in office.
So, in 1970, Schwab left Escher Wyss to organise a two-week business managerial conference. In 1971, the first meeting of the World Economic Forum – then called the European Management Symposium – convened in Davos, Switzerland. Around 450 participants from 31 countries would take part in Schwab’s first European Management Symposium, mostly made up of managers from various European companies, politicians, and US academics. The project was recorded as organised by Klaus Schwab and his secretary Hilde Stoll who, later the same year, would become Klaus Schwab’s wife.
Klaus’s European symposium was not an original idea. As writer Ganga Jey Aratnam stated quite coherently in 2018:
“Klaus Schwab’s “Spirit of Davos” was also the “Spirit of Harvard.” Not only had the business school advocated the idea of a symposium. Prominent Harvard economist John Kenneth Galbraith championed the affluent society as well as capitalism’s planning needs and the rapprochement of East and West.”
It was also true that, as Aratnam also pointed out, this was not the first time Davos had hosted such events. Between 1928 and 1931, the Davos University Conferences took place at the Hotel Belvédère, events which were co-founded by Albert Einstein and were only halted by the Great Depression and the threat of looming war.
The Club of Rome and the WEF
The most influential group that spurred the creation of Klaus Schwab’s symposium was the Club of Rome, an influential think tank of the scientific and monied elite that mirrors the World Economic Forum in many ways, including in its promotion of a global governance model led by a technocratic elite. The Club had been founded in 1968 by Italian industrialist Aurelio Peccei and Scottish chemist Alexander King during a private meeting at a residence owned by the Rockefeller family in Bellagio, Italy.
Among its first accomplishments was a 1972 book entitled The Limits to Growth that largely focused on global overpopulation, warning that “if the world’s consumption patterns and population growth continued at the same high rates of the time, the earth would strike its limits within a century.” At the third meeting of the World Economic Forum in 1973, Peccei delivered a speech summarizing the book, which the World Economic Forum website remembers as having been the distinguishing event of this historical meeting. That same year, the Club of Rome would publish a report detailing an “adaptive” model for global governance that would divide the world into ten, inter-connected economic/political regions.
The Club of Rome was long controversial for its obsession with reducing the global population and many of its earlier policies, which critics described as influenced by eugenics and neo-Malthusian. However, in the Club’s infamous 1991 Book, The First Global Revolution, it was argued that such policies could gain popular support if the masses were able to link them with an existential fight against a common enemy.
To that effect, The First Global Revolution contains a passage entitled “The common enemy of humanity is Man,” which states the following:
“In searching for a common enemy against whom we can unite, we came up with the idea that pollution, the threat of global warming, water shortages, famine and the like, would fit the bill. In their totality and their interactions these phenomena do constitute a common threat which must be confronted by everyone together. But in designating these dangers as the enemy, we fall into the trap, which we have already warned readers about, namely mistaking symptoms for causes. All these dangers are caused by human intervention in natural processes, and it is only through changed attitudes and behaviour that they can be overcome. The real enemy then is humanity itself.”
In the years since, the elite that populate the Club of Rome and the World Economic Forum have frequently argued that population-control methods are essential to protecting the environment. It is thus unsurprising that the World Economic Forum would similarly use the issues of climate and environment as a way to market otherwise unpopular policies, such as those of the Great Reset, as necessary.
The Past is Prologue
Since the founding of the World Economic Forum, Klaus Schwab has become one of the most powerful people in the world and his Great Reset has made it more important than ever to scrutinize the man sitting on the globalist throne.
Given his prominent role in the far-reaching effort to transform every aspect of the existing order, Klaus Schwab’s history was difficult to research. When you start to dig into the history of a man like Schwab, who sits aloft other shadowy elite movers and shakers, you soon find lots of information has been hidden or removed. Klaus is somebody who wants to stay hidden in the shadowy corners of society and who will only allow the average person to see a well-presented construct of their chosen persona.
Is the real Klaus Schwab a kindly old uncle figure wishing to do good for humanity, or is he really the son of a Nazi collaborator who used slave labour and helped the Nazi efforts to obtain the first atomic bomb? Is Klaus the honest business manager who we should trust to create a fairer society and workplace for the common man, or is he the person who helped push Sulzer Escher-Wyss into a technological revolution that led to its role in the illegal creation of nuclear weapons for South Africa’s racist apartheid regime? The evidence I have looked at does not suggest a kindly man, but rather a member of a wealthy, well-connected family that has a history of helping create weapons of mass destruction for aggressive, racist governments.
As Klaus Schwab said in 2006 “Knowledge will soon be available everywhere – I call it the ‘googlisation’ of globalisation. It’s not what you know any more; it’s how you use it. You have to be a pace setter.” Klaus Schwab considers himself to be a pace setter and a top table player, and it must be said that his qualifications and experience are impressive. Yet, when it comes to practising what you preach, Klaus has been found out. One of the three biggest challenges on the priority list for the World Economic Forum is the non-proliferation of nuclear weapons, yet neither Klaus Schwab nor his father Eugen lived up to those same principles when they were in business. Quite the opposite.
In January, Klaus Schwab announced that 2021 is the year that the World Economic Forum and its allies must “rebuild trust” with the masses. However, if Schwab continues to hide his history and that of his father’s connections to the “National Socialist Model Company” that was Escher-Wyss during the 1930s and 1940s, then people will have good reason to distrust the underlying motivations of his overreaching, undemocratic Great Reset agenda.
In the case of the Schwabs, the evidence doesn’t point at simply poor business practices or some sort of misunderstanding. The story of the Schwab family instead reveals a habit of working with genocidal dictators for the base motives of profit and power. The Nazis and the South African apartheid regime are two of the worst examples of leadership in modern politics, yet the Schwabs obviously couldn’t or wouldn’t see that at the time.
In the case of Klaus Schwab himself, it appears that he has helped to launder relics of the Nazi era, i.e. its nuclear ambitions and its population control ambitions, so as to ensure the continuity of a deeper agenda. While serving in a leadership capacity at Sulzer Escher Wyss, the company sought to aid the nuclear ambitions of the South African regime, then the most Nazi adjacent government in the world, preserving Escher Wyss’ own Nazi era legacy. Then, through the World Economic Forum, Schwab has helped to rehabilitate eugenics-influenced population control policies during the post-World War II era, a time when the revelations of Nazi atrocities quickly brought the pseudo-science into great disrepute. Is there any reason to believe that Klaus Schwab, as he exists today, has changed in anyway? Or is he still the public face of a decades-long effort to ensure the survival of a very old agenda?
The last question that should be asked about the real motivations behind the actions of Herr Schwab, may be the most important for the future of humanity: Is Klaus Schwab trying to create the Fourth Industrial Revolution, or is he trying to create the Fourth Reich?