Αξιωματούχοι του Τμήματος Εσωτερικής Ασφάλειας (DHS) των ΗΠΑ βοήθησαν στη δημιουργία μιας ομάδας «παραπληροφόρησης» στο Πανεπιστήμιο του Stanford που εργάστηκε προκειμένου να «λογοκρίνει» τη διαδικτυακή ελευθερία του λόγου των Αμερικανών πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2020, σύμφωνα με μια σειρά στοιχείων που περιλαμβάνονται σε έκθεση από την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής.
Πιο αναλυτικά, σε ενδιάμεση έκθεση του προσωπικού του δικαστικού πάνελ της Βουλής, 103 σελίδων, μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και εσωτερικές επικοινωνίες έδειξαν πώς η ομάδα, που προσδιορίζεται ως Σύμπραξη για την ακεραιότητα των εκλογών (Election Integrity Partnership ή EIP), συνεργάστηκε με την Υπηρεσία Κυβερνοασφάλειας και Ασφάλειας Υποδομής (CISA) του DHS προκειμένου να ειδοποιεί, να καταστέλλει και να αφαιρεί συγκεκριμένο διαδικτυακό περιεχόμενο απόψεων σε συντονισμό με μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας.
Ένα τέτοιο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου –που στάλθηκε στις 31 Ιουλίου 2020, από έναν επικεφαλής διευθυντή στο Εργαστήριο Ψηφιακής Εγκληματολογικής Έρευνας του Ατλαντικού Συμβουλίου, εταίρο του EIP– περιέγραφε τον ρόλο της υπηρεσίας CISA στην προσπάθεια της λογοκρισίας.
«Γνωρίζω ότι το Συμβούλιο καταβάλλει πολλές προσπάθειες όσον αφορά την ευρεία πολιτική γύρω από τις εκλογές, αλλά μόλις δημιουργήσαμε μια εταιρική σχέση ακεραιότητας των εκλογών κατόπιν αιτήματος του DHS/CISA και είμαστε έτοιμοι να παρέχουμε εβδομαδιαίες ανακοινώσεις ενημέρωσης σχετικά με την παραπληροφόρηση», έγραφε ο Graham Brookie, ο ανώτερος διευθυντής του Συμβουλίου.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, την ύπαρξη της οποίας επισήμανε ο πρόεδρος της δικαστικής επιτροπής της βουλής Jim Jordan, Ρεπουμπλικάνος από το Ohio, σε μια ανάρτηση του στο X, τα στοιχεία έδειξαν πώς «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα πανεπιστήμια πίεσαν τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να λογοκρίνουν αληθινές πληροφορίες, χιουμοριστικά σχόλια και πολιτικές απόψεις».
«Αυτή η πίεση κατευθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό με τρόπο που ωφελούσε τη μία πλευρά του πολιτικού διαδρόμου: Οι αληθινές πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν από Ρεπουμπλικάνους και συντηρητικούς χαρακτηρίστηκαν ως “παραπληροφόρηση”, ενώ οι ψευδείς που δημοσιεύτηκαν από Δημοκρατικούς και φιλελεύθερους δεν ελέγχθηκαν σε μεγάλο βαθμό και έμειναν ανέγγιχτες από τους λογοκριτές», σημειώνεται στην έκθεση.
«Η ψευδοεπιστήμη της παραπληροφόρησης δεν είναι τώρα –και ήταν πάντα– τίποτα περισσότερο από ένα πολιτικό τέχνασμα που στοχεύει συχνότερα σε κοινότητες και άτομα που έχουν απόψεις αντίθετες με τις επικρατούσες αφηγήσεις».
Εκτός από τους αμέτρητους Αμερικανούς, ορισμένα ακροδεξιά μέσα ενημέρωσης και συντηρητικούς σχολιαστές των οποίων οι απόψεις λογοκρίθηκαν, η έκθεση σημείωσε επίσης ότι εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο τότε Πρόεδρος Donald Trump, ο γερουσιαστής του GOP της North Carolina Thom Tillis, η βουλευτής του GOP της Georgia Marjorie Taylor Greene, και ο εκπρόσωπος του GOP του Kentucky, Thomas Massie, λογοκρίθηκαν, καθώς οι αναρτήσεις τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επισημάνθηκαν ως «παραπληροφόρηση».
O πρόεδρος της δικαστικής επιτροπής της βουλής Jim Jordan
Άλλες αναρτήσεις από πρώην πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένου του πρώην κυβερνήτη του Arkansas, Mike Huckabee και του πρώην προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Newt Gingrich, επισημάνθηκαν επίσης από τις συγκεκριμένες ομάδες ως «παραπληροφόρηση». Η έκθεση συνέχισε σημειώνοντας ότι υπό την επιρροή της Ομάδας Αντιμετώπισης της Εξωτερικής Επιρροής της CISA, η προσπάθεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν να «λογοκρίνει τους Αμερικανούς που συμμετείχαν στο βασικό πολιτικό λόγο πριν από τις εκλογές του 2020».
Το Τμήμα Εσωτερικής Ασφαλείας σημείωσε τον Μάιο του 2020, σύμφωνα με την έκθεση, ότι δεν μπορούσε να «υποστηρίξει ανοιχτά» μία συγκεκριμένη μεθοδολογία για την επισήμανση της παραπληροφόρησης.
Το EIP του Stanford ανέλαβε την προσπάθεια δύο μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2020-σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Fox News.
This is a big deal https://t.co/FtpR34LmsT
— Elon Musk (@elonmusk) November 7, 2023
BOMBSHELL REPORT ON THE CENSORSHIP-INDUSTRIAL COMPLEX
HUNDREDS of secret reports show how @DHSgov’s @CISAgov, The GEC (@StateDept), @Stanford and others worked together to censor AMERICANS before the 2020 election, including true information, jokes, and opinions.
🧵 THREAD:
— Rep. Jim Jordan (@Jim_Jordan) November 6, 2023
«Σύμφωνα με τις εσωτερικές σημειώσεις μιας κλήσης μεταξύ εργαζομένων του Facebook και προσωπικού του DHS σχετικά με μια “Πύλη Αναφοράς Παραπληροφόρησης”» αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «το DHS δεν μπορεί να υποστηρίξει ανοιχτά την πύλη, αλλά έχει επισημάνει από τα παρασκήνια ότι [η Εθνική Ένωση Γραμματέων Εξωτερικών]/[η Εθνική Ένωση Διευθυντών Κρατικών Εκλογών] τους είπε ότι θα ήταν ευκολότερο για πολλές πολιτείες να έχουν “ένα κανάλι αναφοράς” και η CISA και η ISAC θα ήθελαν να έχουν εισερχόμενες επισημάνσεις στον ίδιο χρόνο με τις πλατφόρμες».
Λιγότερο από δύο μήνες αργότερα, «δημιουργήθηκε το EIP (Σύμπραξη για την ακεραιότητα των εκλογών) για να εξυπηρετεί αυτόν ακριβώς τον σκοπό», σημειώνεται στην έκθεση.
Η Ομάδα Αντιμετώπισης της Εξωτερικής Επιρροής της CISA χρησιμοποίησε μια διαδικασία γνωστή ως «switchboarding», που περιγράφεται στην έκθεση ως «η πρακτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να παραπέμπει αιτήματα για αφαίρεση περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από κρατικούς και τοπικούς εκλογικούς αξιωματούχους στις σχετικές πλατφόρμες».
«Ο Brian Scully ανέφερε κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του στη δίκη της υπόθεσης Missouri v. Biden ότι ο ρόλος της CISA ήταν “στη διαβίβαση αναφορών που λάμβανε από αξιωματούχους των εκλογών… σε πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης”», ανέφερε η έκθεση.
Σε ένα email που παρουσιάστηκε νωρίτερα από τον Scully και το οποίο περιλαμβάνεται στην έκθεση, αναφέρονταν στην ενημέρωση που είχαν λάβει μέλη του γραφείου του Υπουργού Εξωτερικών υποθέσεων της πολιτείας του Colorado σχετικά με λογαριασμούς χιουμοριστικών σχολίων και παρωδίας στο Twitter. Ένας άλλος έκανε γνωστό ότι είχε ζητήσει από το Facebook να αφαιρέσει μια ανάρτηση σχετικά με τις εκλογές την οποία θεωρούσε ως παραπληροφόρηση.
Μια δήλωση αποποίησης ευθύνης που εμφανίζεται σε πολλά από τα email της υπηρεσίας CISA σημείωνε ότι τα αιτήματά της ήταν «εθελοντικά» και ότι η υπηρεσία «ούτε έχει τη δυνατότητα ούτε επιδιώκει την αφαίρεση πληροφοριών που διατίθονταν στις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων».
Η έκθεση του δικαστικού προσωπικού σημειώνει επίσης ότι φοιτητές στο Stanford εργάζονταν ταυτόχρονα στο CISA και στο EIP: «Όχι μόνο πολλοί φοιτητές συμμετείχαν στο EIP, τουλάχιστον τέσσερις από τους φοιτητές εργάζονταν στην CISA κατά τη λειτουργία του EIP, χρησιμοποιώντας τους κυβερνητικούς λογαριασμούς email τους για να επικοινωνούν με αξιωματούχους της CISA και άλλους «εξωτερικούς ενδιαφερόμενους φορείς που εμπλέκονται στο EIP», αναφέρεται στην έκθεση.
Σε μια δήλωση στο Fox News Digital, ο εκτελεστικός διευθυντής της CISA Brandon Wales είπε ότι η υπηρεσία «δεν λογοκρίνει και δεν έχει ποτέ εμποδίσει (λογοκρίνει) το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου ή δεν έχει διευκολύνει τη λογοκρισία».
«Κάθε μέρα, οι άνδρες και οι γυναίκες της CISA εκτελούν την αποστολή της υπηρεσίας για τη μείωση του κινδύνου όσον αφορά τις κρίσιμες υποδομές των ΗΠΑ με τρόπο που προστατεύει την ελευθερία του λόγου, τα πολιτικά δικαιώματα, τις πολιτικές ελευθερίες και την ιδιωτική ζωή των Αμερικανών», είπε ο Wales.
«Σε απάντηση στις ανησυχίες αξιωματούχων των εκλογών όλων των κομμάτων σχετικά με επιχειρήσεις ξένης επιρροής και παραπληροφόρησης που μπορεί να επηρεάσουν την ασφάλεια της εκλογικής υποδομής, το CISA μετριάζει τον κίνδυνο παραπληροφόρησης προσφέροντας πληροφορίες σχετικά με την εκλογική διαδικασία και την εκλογική ασφάλεια στο κοινό και ενισχύοντας τις έμπιστες φωνές των εκλογικών στελεχών σε όλη τη χώρα», πρόσθεσε.
Το EIP περιγράφεται στην έκθεση ως «κοινοπραξία ακαδημαϊκών σε θέματα “παραπληροφόρησης”, με επικεφαλής το Stanford Internet Observatory (SIO) του Πανεπιστημίου Stanford που συνεργάστηκε απευθείας με το Department of Homeland Security και το Global Engagement Center, μια οντότητα πολλών υπηρεσιών που στεγάζεται στο State Department, για την παρακολούθηση και τη λογοκρισία της διαδικτυακής ομιλίας των Αμερικανών πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2020».