Εν μέσω της πρόσφατης αναταραχής για το ζήτημα του ανώτατου ορίου του χρέους των ΗΠΑ, μιας πιθανής ύφεσης και της επικείμενης συνεδρίασης της Fed, η Wall Street είχε και συνεχίζει να έχει πολλά για να ανησυχεί. Δεδομένων των περιστάσεων, είναι κατανοητό ότι οι επενδυτές δίνουν προτεραιότητα στις όποιες έκτακτες ανάγκες παρουσιάζονται κάθε στιγμή που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Από την Nicole Goodkind/CNN Business
Ακόμη και όταν οι νομοθέτες των ΗΠΑ αγωνίζονται να αποτρέψουν μια καταστροφική χρεοκοπία, οι παρατεταμένες επιπτώσεις της περιφερειακής τραπεζικής κρίσης δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως.
Η κατάρρευση της First Republic Bank στις αρχές Μαΐου ήταν η τρίτη μεγάλης τράπεζας φέτος μετά τη Silicon Valley Bank και την Signature Bank. Μαζί, οι τρεις τράπεζες αντιπροσώπευαν περίπου 559 δισεκατομμύρια δολάρια σε συνολικό ενεργητικό. Προσαρμοσμένο στην επίδραση του πληθωρισμού, αυτό το ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο των 523 δισεκατομμθρίων δολαρίων που κατείχαν οι 25 τράπεζες που χρεοκόπησαν το 2008.
Στις αρχές Μαΐου, η JPMorgan Chase ανέλαβε μεγάλο μέρος από ό,τι είχε απομείνει από την First Republic. Ο Διευθύνων Σύμβουλος Jamie Dimon είπε ότι η επείγουσα παρέμβαση της εταιρείας του έβαλε τέλος στην άμεση αναταραχή της τραπεζικής κρίσης. Ωστόσο, αυτό δεν φαίνεται πλέον να ισχύει.
«Η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα περιορίζεται αλλά δεν έχει τελειώσει και ο αντίκτυπος στην οικονομία θα παραμείνει, καθώς τα μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα διαδραματίζουν βασικό χρηματοοικονομικό ρόλο», αναφέρουν οικονομολόγοι της EY-Parthenon σε πρόσφατο σημείωμα τους.
Λίγες εβδομάδες μετά τη διακήρυξη του Dimon, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen είπε σε στελέχη μεγάλων τραπεζών ότι ενδέχεται να χρειαστούν περισσότερες συγχωνεύσεις καθώς ο κλάδος συνεχίζει να περνά μέσα από μια κρίση: Το κόστος χρηματοδότησης δεν έχει μειωθεί και η έκθεση στην προβληματική αγορά εμπορικών ακινήτων παραμένει προβληματική, κάτι που αποτελεί τεράστια απειλή για τις μεσαίες τράπεζες.
Οι μικρές τράπεζες εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 70% όλων των εκκρεμών δανείων για εμπορικά ακίνητα.
Στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, η Fitch Ratings Service εξέδωσε μια προειδοποίηση ότι οι τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία λιγότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια είναι «πιο επιρρεπείς στην επιδείνωση των θεμελιωδών στοιχείων των εμπορικών ακινήτων από τις μεγαλύτερες τράπεζες». Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε «πίεση αξιολογήσεων», είπε ο Fitch, «δεδομένης της υψηλότερης σχετικής έκθεσής τους ως ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων και του συνολικού κεφαλαίου».
Επιπλέον, μια πρόσφατη μελέτη από το Συμβούλιο των Διοικητών του Ομοσπονδιακού Αποθεματικού Συστήματος χρησιμοποίησε εβδομαδιαία εμπιστευτικά δεδομένα από τράπεζες των ΗΠΑ για να καθορίσει ότι υπήρξε μια «άνευ προηγουμένου φυγή από περιφερειακές τράπεζες προς μεγάλες τράπεζες στις αρχές του 2023 με βασική αιτία το βαθμό ασφάλειας των καταθέσεων». Αυτές οι κινήσεις είναι καίριες, σύμφωνα με τη μελέτη, πράγμα που σημαίνει ότι οι μικρότερες τράπεζες αντιμετωπίζουν μικρότερη καταθετική βάση από πριν.
Ο δείκτής SPDR Regional Banking ETF (KRE), ο οποίος παρακολουθεί έναν αριθμό τραπεζικών μετοχών μικρού και μεσαίου μεγέθους, έχει υποχωρήσει περίπου 3% μέχρι στιγμής αυτόν τον μήνα και βρίσκεται πάνω από 30% χαμηλότερα μέχρι στιγμής φέτος. Οι μετοχές της PacWest Bancorp (PACW) και της Western Alliance Bancorp (WAL) υποχώρησαν περίπου 4% και 1,1% τον Μάιο, αντίστοιχα.
«Κοιτάζοντας το μέλλον, το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών και η αστάθεια των καταθέσεων θα διατηρήσουν την πίεση στα μικρά και μεσαία τραπεζικά ιδρύματα, οδηγώντας σε αυστηρότερους πιστωτικούς όρους και παρατεταμένες επιπτώσεις στη δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα», ανέφεραν οικονομολόγοι της EY-Parthenon.
Τι ακολουθεί: Εάν η Federal Reserve αυξήσει ξανά τα επιτόκια τον Ιούνιο, όπως προβλέπουν οι αγορές, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μεγαλύτερο πόνο για τις περιφερειακές τράπεζες, έγραψαν αναλυτές της Goldman Sachs σε σημείωμα τους την Τρίτη.
Η Fed αύξησε τα επιτόκια κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας τον Μάιο, ανεβάζοντας το επίπεδο δανεισμού μιας ημέρας για τις τράπεζες στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 16 ετών. Η κεντρική τράπεζα ανέφερε ότι εξέταζε μια παύση τον Ιούνιο, αλλά οι πρόσφατες εμφανίσεις από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής έθεσαν υπό αμφισβήτηση αυτή την πιθανή παύση.
Οι αναλυτές ανησυχούν ότι καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, το περιβάλλον δανεισμού θα γίνεται όλο και πιο σκληρό για τις περιφερειακές τράπεζες, βλάπτοντας την ικανότητά τους να δανείζουν.