Με την απειλή μιας άνευ προηγουμένου κρίσης χρέους των ΗΠΑ να υποχωρεί γρήγορα, η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να έχει αποφύγει ένα τεράστιο σοκ. Αλλά υπάρχουν ακόμα πολλά σύννεφα που σκοτεινιάζουν το μέλλον και την προοπτική.
Από την Hanna Ziady/CNN Business
Οι Αμερικανοί βουλευτές στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκριναν δικομματικό νομοσχέδιο την Τετάρτη προκειμένου να αυξηθεί το ανώτατο όριο του χρέους και να επιτραπεί στην κυβέρνηση να συνεχίσει να πληρώνει τους λογαριασμούς της. Απαιτεί ακόμη την έγκριση της Γερουσίας, αλλά ο κίνδυνος μιας καταστροφικής χρεοκοπίας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει την κατάρρευση της παγκόσμιας αγοράς έχει σχεδόν εξαφανιστεί.
Έτσι, ενώ μια άμεση κρίση, πιθανότατα, έχει αποφευχθεί, η σειρά προβλημάτων που προσωρινά επισκιάστηκαν από το φάσμα της χρεοκοπίας των ΗΠΑ –μεταξύ αυτών, ο υψηλός πληθωρισμός, η αύξηση των επιτοκίων και η υποτονική ανάπτυξη– δεν έχουν εξαφανιστεί.
Ακόμη και με το «χειρότερο σενάριο» εκτός τραπεζιού, «εξακολουθούμε να εξετάζουμε ένα σενάριο παγκόσμιας επιβράδυνσης», δήλωσε ο Carsten Brzeski, παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομικής έρευνας στην ολλανδική τράπεζα ING.
Υπάρχουν ήδη ενδείξεις ότι η οικονομική ανάπτυξη σκοντάφτει στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα -τις νούμερο ένα και δύο οικονομίες του κόσμου.
Η αμερικανική οικονομία αναπτύχθηκε πολύ κάτω από τις προσδοκίες το πρώτο τρίμηνο και τα στοιχεία της Τετάρτης έδειξαν ότι η βιομηχανική δραστηριότητα στην Κίνα υποχώρησε το Μάιο στο πιο αδύναμο επίπεδό της από τότε που η χώρα τερμάτισε την πολιτική της για μηδενική Covid πριν από πέντε μήνες.
Πρόκειται για το πιο πρόσφατο σημάδι ότι η οικονομική ανάκαμψη της Κίνας χάνει τη δυναμική της, περιορίζεται από την αδύναμη εγχώρια ζήτηση, την αύξηση της ανεργίας και τη βαθιά ύφεση στον τομέα των ακινήτων της.
Αυτό με τη σειρά του δίνει στη Γερμανία ελάχιστες ελπίδες για μια εύκολη έξοδο από τη δική της ύφεση, επειδή η Κίνα είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της. Η Γερμανία διολίσθησε σε ύφεση το πρώτο τρίμηνο, καθώς το σοκ των τιμών της ενέργειας του περασμένου έτους επηρέασε τις καταναλωτικές δαπάνες.
Μια παρατεταμένη επιβράδυνση της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης θα προκαλούσε προβλήματα στην υπόλοιπη περιοχή, η οποία απέφυγε για λίγο την ύφεση στην αρχή του έτους.
Ήδη, η δυναμική στη Γαλλία, η οποία γνώρισε ισχυρή οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία, επιβραδύνεται. Οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν για τρίτο συνεχόμενο μήνα τον Απρίλιο, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη.
«Μπορούμε να πούμε ότι το δεύτερο τρίμηνο ξεκίνησε άσχημα», δήλωσε η Charlotte de Montpellier, ανώτερη οικονομολόγος στην ING. «Είναι σαφές ότι η γαλλική οικονομία επιβραδύνεται απότομα».
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλός
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, μιμούμενος τις πτώσεις στη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία. Τα στοιχεία για τον Μάιο που θα ανακοινωθούν σήμερα αναμένεται να δείξουν ότι οι τιμές καταναλωτή στις 20 χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό από τον Απρίλιο, όταν ο πληθωρισμός έφτασε στο 7%.
Ο πληθωρισμός μετριάστηκε επίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες —στο 8,7% και 4,9% αντίστοιχα— αλλά παραμένει δυσάρεστα υψηλός για τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες στοχεύουν σε επιτόκιο 2%.
Οι επενδυτές αναμένουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ θα αυξήσουν περαιτέρω τα επιτόκια τις επόμενες εβδομάδες για να τιθασεύσουν τις αυξανόμενες τιμές -και τα δύο λειτουργούν ως τροχοπέδη στην οικονομία.
Ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος των καθημερινών αγαθών και υπηρεσιών, μειώνοντας την κατανάλωση. Ταυτόχρονα, οι αυξήσεις των επιτοκίων κάνουν τα δάνεια και τα στεγαστικά δάνεια πιο ακριβά, γεγονός που επιβαρύνει τις δαπάνες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Η επίδραση του υψηλότερου κόστους δανεισμού δεν έχει ακόμη γίνει πλήρως αντιληπτή. Σε έκθεσή της την Τετάρτη, η Deutsche Bank ανέφερε ότι ένα κύμα χρεοκοπιών μεταξύ των αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών είναι «επικείμενο» λόγω της αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής των τελευταίων 15 ετών, σε συνδυασμό με υψηλά επίπεδα χρέους και χαμηλότερη κερδοφορία.
Οι αναλυτές της Deutsche είπαν ότι το κύμα θα κορυφωθεί μέχρι τα τέλη του 2024.
Ανάλυση της Capital Economics δείχνει ότι λιγότερο από το ήμισυ των επιπτώσεων της νομισματικής σύσφιξης -μέχρι στιγμής- στις ανεπτυγμένες αγορές έχουν γίνει αισθητές στην πραγματική οικονομία. «Καθώς οι πιο αυστηρές χρηματοοικονομικές συνθήκες “δαγκώνουν”, αναμένουμε ότι οι περισσότερες μεγάλες προηγμένες οικονομίες θα διολισθήσουν σε ύφεση και οι πιέσεις στους μισθούς και τις τιμές θα μειωθούν», έγραψε ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου Neil Shearing σε σημείωμα του στις 15 Μαΐου.
«Οι υφέσεις που προβλέπουμε είναι σχετικά ήπιες και πιθανότατα θα πρέπει να χαρακτηριστούν ήπιες “προσγειώσεις”, δεδομένης της ακραίας πορείας του πληθωρισμού το περασμένο έτος», πρόσθεσε.
Πόλεμος, ακραία καιρικά φαινόμενα
Οποιαδήποτε ύφεση, όσο ήπια κι αν είναι, θα χειροτέρευε από ένα απροσδόκητο σοκ. Αυτό φαίνεται πλέον απίθανο να προέρχεται από το εσωτερικό της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ωστόσο, θα μπορούσε να προκύψει από δύο μακροχρόνιες απειλές: Τον πόλεμο της Ουκρανίας και την κλιματική κρίση, που και οι δύο θέτουν κινδύνους για τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και τις τιμές των τροφίμων.
Ο Ρώσος Πρόεδρος Vladimir Putin απείλησε με αντίποινα για τις επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στη Μόσχα την Τρίτη, οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες προκάλεσαν τον τραυματισμό δύο ανθρώπων και ζημιές σε πολλά κτίρια. Η Ουκρανία, η οποία προετοιμάζεται για μια πολυαναμενόμενη αντεπίθεση κατά των ρωσικών δυνάμεων εισβολής, αρνήθηκε ότι εμπλέκεται.
«Αυτό που είναι ίσως πιθανό βραχυπρόθεσμα, είναι ότι η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει μια υβριδική στρατηγική για να επιτεθεί στην Ουκρανία και να κάνει άβολη τη ζωή για τη Δύση», δήλωσε ο Michael Bociurkiw, ανώτερος συνεργάτης στο Atlantic Council. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει «την οπλοποίηση των τροφίμων με τον περιορισμό των πλοίων που μεταφέρουν σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα από την Ουκρανία στις δυτικές αγορές», πρόσθεσε ο Bociurkiw.
Ο πόλεμος βοήθησε να οδηγηθούν οι διεθνείς τιμές των τροφίμων σε υψηλό όλων των εποχών πέρυσι. Αν και οι τιμές έχουν μειωθεί έκτοτε, παραμένουν υψηλές σε πολλές χώρες και έχουν οδηγήσει σε ακραία πείνα τα φτωχά έθνη.
Ο πληθωρισμός των τροφίμων κυμαίνεται ήδη σε υψηλά ρεκόρ στην Ευρώπη. Οι καταστροφικές πλημμύρες στη βόρεια Ιταλία τον περασμένο μήνα κατέκλυσαν χιλιάδες αγροκτήματα σε μια περιοχή της χώρας που είναι γνωστή ως η «κοιλάδα των φρούτων». Η καταστροφή ακολούθησε χρόνια έντονης ξηρασίας στην περιοχή, η οποία συμπίεσε το έδαφος, μειώνοντας την ικανότητά του να απορροφά τις βροχοπτώσεις.
Μια άλλη σοβαρή ξηρασία στη νότια Ευρώπη θα μπορούσε να επιδεινώσει τα πράγματα. «Τα ξεραμένα εδάφη της Ισπανίας και η έντονη ξηρασία πλήττουν ένα ευρύ φάσμα καλλιεργειών και απειλούν να αυξήσουν τις τιμές των τροφίμων σε πολλές χώρες της ΕΕ», δήλωσε η Gro Intelligence, πάροχος γεωργικών δεδομένων, σε έκθεση της αυτόν τον μήνα. Η Ισπανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας ντομάτας στον κόσμο, σύμφωνα με την έκθεση. Η χώρα παράγει επίσης σιτάρι, κριθάρι, ρύζι και ελαιόλαδο.