Οι ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές οδεύουν προς μεγαλύτερες απώλειες τους τη Δευτέρα, καθώς οι επενδυτές έχουν κλονιστεί από την ιστορική -και αναγκαστική- εξαγορά της Credit Suisse Group AG το Σαββατοκύριακο η οποία αναμένεται να εξαλείψει μία κατηγορία κατόχων ομολόγων.
Από τους Macarena Muñoz και Julien Ponthus/Bloomberg News
Ήδη, με απώλειες κινούνται σήμερα τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, συνεχίζοντας την ίδια πορεία μετά από τη χειρότερη εβδομάδα τους από τον Σεπτέμβριο του 2022.
Ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 σημειώνει πτώση 1,4%, με τον κλάδο των τραπεζών να χάνει 5,3%.
Ο βρετανικός FTSE 100 υποχωρεί κατά 1,35% στις 7.236 μονάδες, ο γερμανικός DAX καταγράφει πτώση 1,56% στις 14.537 μονάδες και ο γαλλικός CAC 40 κινείται χαμηλότερα κατά 1,44% στις 6.826 μονάδες.
Οι μετοχές της Credit Suisse σημειώνουν πτώση 63% στις πρώτες συναλλαγές, ενώ η UBS υποχωρεί κατά 14%.
Σύμφωνα με τους όρους της εξαγοράς της Credit Suisse από την UBS Group AG, οι κάτοχοι τίτλων που είναι γνωστοί ως πρόσθετα ομόλογα πρώτης βαθμίδας (γνωστά ως AT1, αξίας 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων) θα εξαλειφθούν, οδηγώντας ενδεχομένως την αγορά των 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τραπεζική χρηματοδότηση σε αδιέξοδο.
Δυνητικά, οι επενδυτές που τα κατέχουν χάνουν όλα τα χρήματά τους, δημιουργώντας δηλαδή μια βόμβα 275 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην αγορά, και διευρύνοντας ακόμα περισσότερο τις πιέσεις για τους Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής.
Αυτό εγείρει ανησυχίες ότι οι τράπεζες θα χρειαστεί να αναζητήσουν νέες πηγές κεφαλαίου εάν υπάρξει απώλεια εμπιστοσύνης σε αυτούς τους τίτλους, ενώ οι υφιστάμενες κατοχές τέτοιου χρέους από τους δανειστές που εκδίδονται από ομοτίμους μπορεί επίσης να δουν σημαντική απώλεια αξίας.
Ήδη, οι πιστωτές ψάχνουν από χθες μανιωδώς τα ψιλά γράμματα για αυτούς τους λεγόμενους πρόσθετους τίτλους βαθμίδας 1 για να καταλάβουν εάν οι αρχές σε άλλες χώρες θα μπορούσαν να επαναλάβουν αυτό που έκανε η ελβετική κυβέρνηση την Κυριακή: Δηλαδή να τους «εξαφανίσει» διατηρώντας παράλληλα αξία 3,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τους επενδυτές μετοχών.
Γενικότερα, η εξαγορά του 166χρονου ελβετικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος εντείνει την ανησυχία των επενδυτών, παρά βοηθά στην εκτόνωση της, μετά τις καταρρεύσεις της Silicon Valley Bank και της Signature Bank στις ΗΠΑ αυτόν τον μήνα. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του Euro Stoxx Banks Index κατρακυλούσαν 4,0% στις 8:48 π.μ. στο Παρίσι σε χαμηλές συναλλαγές.
«Έχουμε μια κακή συμφωνία με μια μακρά και αβέβαιη εκτέλεση της», δήλωσε ο Mikael Jacoby, επικεφαλής του τμήματος πωλήσεων στην ηπειρωτική Ευρώπη στην Oddo Securities στο Παρίσι. «Στον τραπεζικό τομέα, ίσως κάποιοι αγοράσουν αποθέματα που θεωρούνται ασφαλή, αλλά παγκοσμίως θα όλο αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο».
Στις συναλλαγές του Χονγκ Κονγκ, η HSBC Holdings Plc βυθίστηκε 6,3%, οδεύοντας προς τη χαμηλότερη τιμή κλεισίματος από τον Ιανουάριο και η Standard Chartered Plc υποχώρησε 7,30%.
«Αυτό που φαίνεται σίγουρο είναι ότι θα υπάρξει αναταραχή από τη συμφωνία της Credit Suisse όσον αφορά την αγορά ομολόγων και μετοχών και δεν γνωρίζουμε ακόμη πόση έκθεση έχουν οι διεθνείς και περιφερειακές τράπεζες», δήλωσε ο Dickie Wong, διευθυντής έρευνας στην Kingston Securities Ltd.
«Η εξαγορά της CS από την UBS κατά την άποψή μας εξαλείφει τους άμεσους κινδύνους του κλάδου, αλλά εγείρει επίσης ερωτήματα», γράφουν σε σημείωμα οι αναλυτές της Jefferies Financial Group Inc., συμπεριλαμβανομένης της Flora Bocahut. Τα ομόλογα AT1 της Credit Suisse που διαγράφονται στο μηδέν θα μπορούσαν να τρομοκρατήσουν τους κατόχους αυτών των τύπων τίτλων σε άλλες τράπεζες, τόνισαν.
Γενικά, δεν είναι ότι τα ομόλογα δεν έπρεπε να δεχτούν μέρος του πλήγματος από την κατάρρευση της Credit Suisse. Εξάλλου, δημιουργήθηκαν για αυτόν ακριβώς τον λόγο, όταν σχεδιάστηκαν για πρώτη φορά από τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση: Οι πιστωτές να αναλαμβάνουν μέρος της ζημιάς όταν οι τράπεζες αρχίσουν να πέφτουν χωρίς να καταφεύγουν στα χρήματα των φορολογουμένων.
Ωστόσο, η κατάσταση αφήνει την κοινότητα των ομολόγων σε σύγχυση και ταραχή σχετικά με το ποιος κατατάσσεται πρώτος όταν πρόκειται για την ιεραρχία των αξιώσεων των επενδυτών την επόμενη φορά που ένας δανειστής θα αντιμετωπίσει πρόβλημα.