Επιρρεπείς στην ανάπτυξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι όσοι ακολουθούν μια υψηλή σε κρέας, αλάτι και αναψυκτικά διατροφή. Αντιθέτως, όσοι επιλέγουν τη μεσογειακή διατροφή αντιμετωπίζουν λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου. Ένα πλούσιο σε φρούτα, λαχανικά, ελαιόλαδο, δημητριακά και ψάρια, μέτριο σε γαλακτοκομικά προϊόντα και κρασί και φτωχό σε κόκκινο κρέας διαιτολόγιο, μπορεί να βοηθήσει ακόμα και τις καπνίστριες και πρώην καπνίστριες στην πρόληψη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Στο ευνοϊκό αυτό συμπέρασμα για όσες κάνουν χρήση προϊόντων καπνού κατέληξε μια πρόσφατη γαλλική ανάλυση, μετά από αξιολόγηση της διατροφής περισσότερων από 62.000 γυναικών.
«Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια αυτοάνοση ασθένεια, που επηρεάζει δύο με τρεις φορές συχνότερα της γυναίκες. Αυτές αντιπροσωπεύουν το 70% των περιπτώσεων. Η αιτιολογία της εμφάνισής της δεν έχει πλήρως τεκμηριωθεί, ωστόσο η πλειονότητα των μελετών υποδεικνύει ότι στην παθογένεσή της αλληλεπιδρούν τόσο περιβαλλοντικοί όσο και γενετικοί, ορμονικοί και ανοσολογικοί παράγοντες. Συχνά σχετίζεται με αντισώματα [ρευματοειδείς παράγοντες (RF) και/ή αντι-κιτρουλλινικά αντισώματα (ACPA)]. Το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για θετική σε ACPA ρευματοειδή αρθρίτιδα, ιδιαίτερα σε ασθενείς με γενετική προδιάθεση», μας εξηγεί ο εξειδικευμένος στις αρθροπλαστικές ισχίου και γόνατος Oρθοπαιδικός Χειρουργός δρ Αθανάσιος Τσουτσάνης.
Πρόκειται για μια μη μεταδοτική νόσο που προσβάλλει τις αρθρώσεις, όπως είναι και οι άλλες μορφές αρθρίτιδας. Η βλάβη προκαλείται από ανάπτυξη φλεγμονής και υπερπλασία του αρθρικού υμένα, που οδηγούν σε φθορά του χόνδρου και κατόπιν των οστών της προσβεβλημένης άρθρωσης. Οι ασθενείς βιώνουν τοπικό πόνο, οίδημα και δυσκαμψία, ενώ σπανιότερα μπορεί να εκδηλώσουν εξωαρθρικά συμπτώματα, όπως αναιμία, οφθαλμική φλεγμονή, απώλεια βάρους ή φλεγμονή σε άλλα όργανα του σώματος. Όλα αυτά τα συμπτώματα είναι πιθανόν να επηρεάσουν και την ψυχική υγεία τους, αφού προκαλούν άγχος και κατάθλιψη, χειροτερεύοντας τελικά την ποιότητα ζωής τους. Η νόσος σχετίζεται και με σημαντική θνησιμότητα, με το προσδόκιμο ζωής των ασθενών να είναι πιθανό να μειωθεί κατά τρία έως δέκα χρόνια!
Πλήττει το 0,5 – 1% του πληθυσμού και η συχνότητα εμφάνισής της στον παγκόσμιο χάρτη ποικίλλει. Στη Νότια Ευρώπη κυμαίνεται από 0,3-0,7%, ενώ στη Βόρεια Ευρώπη και Βόρεια Αμερική μεταξύ 0,5-1%. Έχει διαπιστωθεί ότι στις μεσογειακές χώρες ο αριθμός των πασχόντων είναι μικρότερος και η πάθηση έχει ηπιότερη μορφή. Στη χώρα μας ο επιπολασμός της είναι 0,68% και εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας 50-59 ετών.
Ο λόγος για τη διαφορά αυτή στη βαρύτητα της νόσου στη Μεσόγειο φαίνεται να είναι η διατροφή, λόγω της προστατευτικής, όμως, δράσης της έναντι κάποιων συννοσηροτήτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, όπως η οστεοπόρωση. Οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για να βρεθούν τα αίτια που εμφανίζεται σπανιότερα η νόσος σε αυτές τις χώρες δεν είναι αρκετές. Οι περισσότερες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει συσχετισμός μεταξύ μεσογειακής διατροφής και ρευματοειδούς αρθρίτιδας, ενώ μία σουηδική μελέτη του 2018 έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχει ευεργετική επίδραση στους άνδρες.
Στόχος της γαλλικής ανάλυσης που δημοσιεύθηκε στο Arthritis & Rheumatology ήταν να εκτιμηθεί η σχέση μεταξύ της μεσογειακής διατροφής και του κινδύνου ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Στόχος ήταν ειδικά τα άτομα υψηλού κινδύνου, δεδομένης αφενός της προστασίας που γενικά παρέχει η συγκεκριμένη διατροφή ενάντια στις μη μεταδοτικές ασθένειες και αφετέρου της περιεκτικότητάς της σε βιοδραστικά συστατικά, ιδίως αντιοξειδωτικά και ω-3 λιπαρά οξέα, που μπορεί να έχουν ευεργετική επίδραση στις αυτοάνοσες ασθένειες.
Η ανάλυση περιέλαβε 62.629 γυναίκες που συμμετείχαν σε μια μελέτη βάσει ερωτηματολογίου, που αξιολόγησε τις διατροφικές συνήθειές τους από το 1990. Συνολικά, 480 γυναίκες εμφάνισαν ρευματοειδή αρθρίτιδα. Παρότι η τήρηση της μεσογειακής διατροφής δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο ρευματοειδούς αρθρίτιδας, μεταξύ των γυναικών που κάπνιζαν ή ήταν πρώην καπνίστριες συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο: υπήρχαν 383 περιπτώσεις ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανά 1 εκατομμύριο άτομα ετησίως σε εκείνες που είχαν υψηλή προσήλωση στη μεσογειακή διατροφή, και 515 περιπτώσεις ανά 1 εκατομμύριο άτομα ετησίως μεταξύ εκείνων με μικρή προσήλωση στη διατροφή (και 358 περιπτώσεις ανά 1 εκατομμύριο άτομα ετησίως μεταξύ των γυναικών που δεν κάπνιζαν ποτέ και ήταν απολύτως προσηλωμένες στη μεσογειακή διατροφή).
«Έχει διαπιστωθεί ότι όσοι καπνίζουν έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Μάλιστα η σχέση είναι δοσοεξαρτώμενη. Όταν υπάρχουν γενετικοί προδιαθεσικοί παράγοντες ο κίνδυνος αυξάνεται κατά 40%. Τόσο αυτή όσο και κάθε άλλη επιρρεπής πληθυσμιακή ομάδα θα πρέπει να ενημερώνεται και να αναζητά εγκαίρως θεραπεία, προκειμένου να αποφεύγονται οι μακροπρόθεσμες καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία τους.
Η ένταξη της άσκησης στη ζωή τους για ενδυνάμωση των μυών και η φαρμακευτική αγωγή για την πρόληψη της παραμόρφωσης των αρθρώσεων μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο για χειρουργική αντιμετώπιση του σοβαρού χρόνιου πόνου και των κινητικών προβλημάτων που προκαλούνται. Η συνηθέστερη εγχείρηση για την οριστική απαλλαγή από τα συμπτώματα είναι η ολική αρθροπλαστική, κατά την οποία η φυσική αλλά κατεστραμμένη πλέον άρθρωση αντικαθίσταται με μία τεχνητή». Ευτυχώς, οι επεμβάσεις αυτές γίνονται στις μέρες μας με τεχνικές ελάχιστης επεμβατικότητας, που προσφέρουν πολύ γρήγορη αποκατάσταση. Στην περίπτωση βλάβης της αρθρώσεως του ισχίου η τεχνική AMIS και στην περίπτωση βλάβης του γόνατος η ΜΙΚ αποτελούν δύο πρωτοποριακές τεχνικές. Οι ασθενείς δεν έχουν μετεγχειρητικό πόνο, δεν υπάρχει ανάγκη μετάγγισης αίματος κατά τη διάρκεια ή μετά το χειρουργείο, κινητοποιούνται αμέσως, η ανάγκη νοσηλείας τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη και το κυριότερο οι μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι εξαιρετικά σπάνιες», καταλήγει ο δρ Αθανάσιος Τσουτσάνης.