Οι άνθρωποι έχουν εμφανίσει ποικιλία από αντιδράσεις σε σχέση με τον κορωνοϊό. Άγνοια, αδιαφορία, άρνηση, πανικός, φοβίες, υπέρεμπλοκή με το πρόβλημα, υποτροπή ψυχολογικών προβλημάτων είναι η γκάμα των αντιδράσεων που παρατηρούνται.
Ακραίες σπασμωδικές αντιδράσεις, απειλή της κοινωνικής συνοχής και επιβάρυνση των ψυχικά ευάλωτων μπορεί να προκαλέσουν η αβεβαιότητα και οι αντιφατικές πληροφορίες που προκύπτουν, λόγω της μεταδοτικότητας του ιού, της έλλειψης γνώσης όλων των συνεπειών και ασφαλώς, της έλλειψη φαρμακευτικής θεραπείας για την αντιμετώπιση του.
Σύμφωνα με δεδομένα από παλαιότερες επιδημίες, με πιο πρόσφατη του Έμπολα το 2014-2015, ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται το ρίσκο σε ένα διαφορετικό βαθμό, γι’ αυτό και αντιδρά διαφορετικά: Άλλοι τρέχουν να εμβολιαστούν, άλλοι δεν εμβολιάζονται, άλλοι δεν τηρούν ούτε τους βασικούς κανόνες υγιεινής.
Σε καταστάσεις αβεβαιότητας, και όταν υπάρχουν αντιφατικές πληροφορίες, οι άνθρωποι αγχώνονται, χάνουν την εμπιστοσύνη τους, και αυτό έχει ως συνέπεια ο καθένας να κοιτά τον εαυτό του.
Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν νοιάζονται αν με τη συμπεριφορά τους θα βλάψουν τον εαυτό τους ή τους άλλους, πχ., ένας μολυσμένο άτομο μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα και άλλοι λιγότερο επικίνδυνοι να κλειστούν στον εαυτό τους.
Πολλές φορές, ο πανικός και η φοβία των γονιών μπορεί να μεταδοθεί και στα παιδιά.
Οι γονείς μπορεί να αντιδράσουν υπερβολικά, να μη στείλουν τα παιδιά στο σχολείο και στη συνέχεις τα παιδιά να αρχίσουν να φοβούνται, βλέποντας τις αντιδράσεις των γονιών.
Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει και παρανοϊκή αντίδραση: «δεν μιλώ σε κανέναν, δεν χαιρετώ κανέναν, αναβάλλω σημαντικές δραστηριότητες».
Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι και τα ηλικιωμένα άτομα είναι ψυχολογικά ευάλωτα, γιατί ήδη γνωρίζουν ότι θα πληγούν περισσότερο, εάν νοσήσουν από κορωνοϊό. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να στηρίξουμε τα άτομα της τρίτης ηλικίας, να νιώσουν ότι είμαστε κοντά τους με ασφάλεια, καλύπτοντας τις συναισθηματικές ανάγκες τους και μειώνοντας την αίσθηση επικινδυνότητας. Το ίδιο ισχύει και για τα άτομα με προηγούμενο ψυχολογικό η ψυχιατρικό ιστορικό. Και στην περίπτωση αυτή, το οικογενειακό περιβάλλον θα πρέπει να είναι κοντά σε αυτά τα άτομα, να λειτουργεί καθησυχαστικά και να τα παραπέμπει σε σύντομη και αξιόπιστη πληροφόρηση.
Επίσης δεν θα πρέπει να διστάσουν να απευθυνθούν σε ειδικό, σε περίπτωση που, υποχονδριακά συμπτώματα ή φοβικές αντιδράσεις και κρίσεις γίνουν ολοένα και πιο συχνές και επηρεάσουν και λειτουργικότητα του ατόμου αλλά και της οικογένειας.
Συνεπώς, το να δίνονται οδηγίες ψυχολογικές, αλλά και πρακτικές, από τους ειδικούς βοηθά σημαντικά και μειώνει την αβεβαιότητα. Οι οδηγίες έχουν ιδιαίτερη σημασία, όταν δίνονται από αξιόπιστες πηγές. Τέλος, σημειώνεται ότι οι οδηγίες από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, τους ειδικούς επιστήμονες και τους δημοσιογράφους, όταν δίνονται με τον κατάλληλο τρόπο μειώνουν την αβεβαιότητα.
Δρ. ‘Ιλια Θεοτοκά: Κλινική Ψυχολόγος- Ψυχοθεραπεύτρια, Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιγινήτειο Νοσοκομείο, Πρόεδρος της Δράσης για την Ψυχική Υγεία