Αυξημένη ευαισθησία του δέρματος μπορούν να προκαλέσουν ορισμένα αντηλιακά, παρότι η χρήση τους είναι απαραίτητη όχι μόνο τις μέρες με έντονη ηλιοφάνεια αλλά στο σύνολο του χρόνου. Αν και έχει γίνει συνείδηση σε όλους η αναγκαιότητα της προστασίας του δέρματος από τις βλαβερές συνέπειες της ηλιακής ακτινοβολίας, η οποία επιτυγχάνεται με την τακτική εφαρμογή αντιηλιακών, σε ένα ποσοστό ανθρώπων κάποια συστατικά που περιέχουν γίνονται αιτία απόκτησης αυξημένης ή ασυνήθιστης αντίδρασης όταν το δέρμα εκτίθεται στις κατά τα άλλα απαραίτητες για τη ζωή ακτίνες του ήλιου.
«Σκοπός των αντηλιακών είναι να προστατεύουν το δέρμα μας από τις βλαβερές συνέπειες της ηλιακής ακτινοβολίας και να ελαχιστοποιούν τις βλάβες που μπορεί να προκληθούν όταν είμαστε αναγκασμένοι να βγούμε στον ήλιο, δεδομένου ότι η εσκεμμένη και άμεση έκθεση στον ήλιο πρέπει να αποφεύγεται. Για την επιλογή τους εστιάζουμε σχεδόν αποκλειστικά στον δείκτη προστασίας (SPF), αφού όσο υψηλότερος είναι τόσο μεγαλύτερη προστασία από τις ακτίνες UVB παρέχει. Το δεύτερο που προσέχουμε είναι αν πρόκειται για αντηλιακό ευρέος φάσματος, εάν δηλαδή προστατεύει τόσο από τις ακτίνες UVA όσο και από τις ακτίνες UVB. Σχεδόν ποτέ κανείς, όμως, δεν προσέχει τα συστατικά που περιέχουν, παρότι όλοι μας, ανεξάρτητα από τον τύπο δέρματός μας είναι πιθανό να αναπτύξουμε φωτοευαισθησία από αυτά, αυξάνοντας τις πιθανότητες μόνιμων βλαβών αλλά και εμφάνισης καρκίνου του δέρματος», μας εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Το συστατικό που κατηγορείται συχνότερα για πρόκληση φωτοευαισθησίας είναι το PABA (Παρα-Αμινοβενζοϊκό οξύ), και τα παράγωγα αυτού, η επαφή του οποίου με το δέρμα μπορεί να προκαλέσει κοκκίνισμα και ερεθισμό. Το Parsol MCX, καθιστά τα αντηλιακά αδιάβροχα, αλλά σε ορισμένους ανθρώπους είναι πιθανό να γίνει αιτία αλλεργικών αντιδράσεων. Εξίσου ένοχες είναι και οι βενζοφαινόνες, οι οποίες προστίθενται στα αντηλιακά για να απορροφώνται οι ακτίνες UVB. Από αυτήν την οικογένεια η βενζοφαινόνη-3 έχει την ιδιότητα να δεσμεύει και την UVA II ακτινοβολία και σε μεγάλο ποσοστό χρηστών αντηλιακών προϊόντων είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση φωτοευαισθησίας. Πιθανή, αλλά σπάνια, είναι και η αλλεργική αντίδραση στα σαλικυλικά, ουσίες που χρησιμοποιούνται ως απορροφητές της ακτινοβολίας UVB.
Η φωτοευαισθησία δεν είναι ωστόσο μόνο αποτέλεσμα της χρήσης αντηλιακών που περιέχουν τα συγκεκριμένα συστατικά. Υπάρχουν φάρμακα, καλλυντικά που έχει διαπιστωθεί ότι δύνανται να επιφέρουν αυτή τη διαταραχή στο δέρμα.
Αρκετά από τα φάρμακα αυτά είναι ευρείας χρήσης, όπως αντιβιοτικά, αντιισταμινικά που χορηγούνται για την αντιμετώπιση αλλεργιών, στατίνες για τον έλεγχο της χοληστερίνης, αντικαταθλιπτικά, αντιμυκητιασικά, διουρητικά, αντιδιαβητικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, ψωραλένια, κ.ά. Αρνητική αλληλεπίδραση με τον ήλιο μπορεί να επιφέρουν και ορισμένα συστατικά που περιέχονται σε απορρυπαντικά, σαμπουάν, σαπούνια κ.ά. Μερικά από αυτά είναι οι ρετινόλες, το γλυκολικό οξύ ή το υπεροξείδιο του βενζοϋλίου και η βιταμίνη C.
Η συχνότερη αντίδραση ονομάζεται φωτοτοξική και τα συμπτώματα στο δέρμα που έχει έρθει σε άμεση επαφή με τις ακτίνες του ήλιου είναι ερυθρότητα και ευαισθησία παρόμοια με αυτή του ηλιακού εγκαύματος, ή εξάνθημα. Μπορεί να παρουσιαστούν λίγα λεπτά ή μερικές ώρες αργότερα. Σπανιότερα εμφανίζεται φωτοαλλεργική αντίδραση όταν κάποιο συστατικό που περιέχεται σε φάρμακο ή καλλυντικό μόνο τοπικής δερματικής χρήσης αλληλεπιδρά με τον ήλιο. Τότε είναι πιθανό να προκαλέσει στον ασθενή οίδημα, εξάνθημα, ερυθρότητα, κνησμό, φουσκάλες, ακόμα και σε σημεία που είναι καλυμμένα με ρούχα, μία έως τρεις ημέρες μετά την εφαρμογή και την έκθεση στον ήλιο.
Η σοβαρότητα και ο επιπολασμός των διαταραχών φωτοευαισθησίας ποικίλλουν. Μόνο οι ήπιες μορφές επηρεάζουν το 18% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Μεγάλες έρευνες σε ασθενείς με τέτοιες διαταραχές αποκάλυψαν ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό η νόσος έχει σοβαρό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής. Μια μελέτη αποκάλυψε ότι το 35,4% των ασθενών βιώνουν άγχος, το 38,5% κατάθλιψη και ότι πάνω από το 40% υποφέρει από ψυχολογική δυσφορία που οφείλεται στην πάθηση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετωπίζουν οι ασθενείς που υποχρεούνται να εργάζονται υπό τον ήλιο ή σε εσωτερικούς χώρους κοντά σε παράθυρα.
Εξίσου ευάλωτη ομάδα είναι οι ηλικιωμένοι, δεδομένης της γήρανσης του δέρματός τους, αλλά και της πολυφαρμακίας. Τα δυνητικά φωτοτοξικά/φωτοαλλεργικά φάρμακα αποτελούν περισσότερο από το ένα πέμπτο του συνόλου των φαρμάκων που λαμβάνουν, όπως έδειξε μια μελέτη από επιστήμονες των Τμημάτων Κλινικής Φαρμακολογίας και Γηριατρικής Ιατρικής και Γεροντολογίας του Πανεπιστημίου Ιατρικών Επιστημών Poznan. Σύμφωνα με αυτήν, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι λαμβάνουν ταυτόχρονα 3-5 φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν φωτοευαισθησία, με τα καρδιαγγειακά φάρμακα και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη να είναι τα πιο συχνά. Στη συγκεκριμένη μελέτη η κετοπροφαίνη, που χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες και αναλγητικό, σχετίστηκε με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης αντιδράσεων φωτοευαισθησίας.
Για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης μεγάλης ευαισθησίας στον ήλιο πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα δεδομένου ότι αυτή μειώνει τη φυσική άμυνα και αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση παθήσεων (ακόμα και καρκίνου του δέρματος) ή επιδείνωση υφισταμένων.
«Ο βαθμός της προστασίας που απαιτείται εξαρτάται από τη σοβαρότητα της διαταραχής και τη γεωγραφική θέση του ασθενούς. Στα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται περιλαμβάνονται η παραμονή σε σκιερά μέρη, η σταδιακή αύξηση του χρόνου έκθεσης σε μικρές ποσότητες UVR, η κάλυψη του δέρματος και ειδικά του προσβεβλημένου στους εξωτερικούς χώρους, η χρήση καπέλου και αντηλιακών που δεν περιέχουν φωτοευαισθητοποιητές. Τα άτομα με προδιάθεση να λαμβάνουν υπόψη ότι η θερμοκρασία είναι ανεξάρτητη από την ηλιακή ακτινοβολία και ότι κινδυνεύουν ακόμα και τον χειμώνα ακόμα και στο χιόνι», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.