Το γελοίο από το σοβαρό απέχει ελάχιστα, όπως και η βλακεία από την ευφυΐα, γιατί όπως λέει ο Musil αν δεν έμοιαζαν τόσο πολύ κανείς άνθρωπος δεν θα’ θελε να είναι βλάξ αλλά ούτε και γραφικός ενώ όλη του η ζωή κινείται σε αυτή την ευθεία γραμμή όπου τα φαντάσματα του παρελθόντος χορεύουν μαζί με την πραγματικότητα αλλά και ακουμπούν και σε ένα μέλλον ίδιο και απαράλλακτο με το παλιό.
«Είναι η ανθρώπινη φύση» λένε οι οπαδοί των φαντασμάτων του Πύργου, όπου η προγονολατρεία και η αρχαιομανία χορεύουν αιώνες τώρα δαιμονικό κυκλικό χορό, όπως οι σαμάνοι και οι μάγοι στα πανηγύρια αλλά και στα σαλόνια μιας στρογγυλομάγουλης απληστίας, όπου οι ευτυχισμένοι-εντοιχισμένοι κοιμούνται αγκαλιά με τα κουρέλια και τα τσίτια της φοβερής ρήσης των ομιλουσών κεφαλών: «Αν θες να αλλάξουν όλα, μην αλλάζεις τίποτα».
Μπορεί ο αιρετικός διανοητής U. Eco να μας έκλεισε το μάτι λέγοντας στην «Αρνητική Διαλεκτική» πως χωρίς τον Λουδοβίκο δεν θα υπήρχε το 1789, οι Ροβεσπιέροι και οι διαφωτισμένοι της Γαλλικής Επανάστασης και ίσως να είχε και δίκιο, αφού ο τροχός της ιστορίας είναι βραδυκίνητος και πάντα βραδύνους και σχεδόν πάντα κάνει ένα βήμα μπροστά και δυο βήματα πίσω, ενώ διαχρονικά κουβαλά μια σημαία από νάιλον και τα σάβανα των αρχαίων προγόνων που η ιστορία (των νικητών βεβαίως) έχει αποδείξει πως χωρίς ένα ένδοξο παρελθόν δεν υπάρχει ούτε παρόν, ούτε μέλλον.
Όλες οι ιστορίες των προγονολατρών συμφωνούν σε έναν κακό λύκο και μια Κοκινοσκουφίτσα αλλά και στο πιο λυπημένο παραμύθι της γιαγιάς, την Χιονάτη με τους εφτά νάνους ενώ συνήθως οι νάνοι είτε ως βασιλείς, είτε ως προσκυνητές λειψάνων αμαρτωλών που ονομάστηκαν άγιοι για το μεγάλο τσίρκο που ονομάζεται ζωή είναι χιλιάδες.
Με ένα σαδιστικό τρόπο η κοινωνία έτη πολλά αναπαράγει το φάντασμα της ευτυχίας στο πιο φτωχό τμήμα της, αναποδογυρισμένο και υπέρλαμπρο, με άσπρα και πράσινα άλογα που πάνε με τα χρυσά σιρίτια των υπηρετών μιας εξουσίας που όσο πιο πολύ γυαλίζει, τόσο τους ζαλίζει.
Μέσα σε αυτή τη μέθη, οι μοιραίοι και άτυχοι αντάμα, της γης οι κολασμένοι, παρακολουθούν τη φτώχεια τους να μεταμορφώνεται σε βασιλοπούλα και Σταχτοπούτα, με το φιλί στο βάτραχο που ντυμένος ως πρίγκιπας κρύβει τα βρώμικα εσώρουχα του που είναι και μεταξωτά, όπως προστάζει η αυλή του πλούτου χωρίς πλούτο. Στους δρόμους, σε πλατείες και εκκλησίες όλοι οι ταπεινωμένοι της ανέχειας φωνάζουν «να’ χαμε έναν βασιλιά για να μας θαμπώνει, με λειρί στο κούτελο και φωνή τρομπόνι».
Σε αυτή την κοινωνία της μίμησης και της λατρείας των συμβόλων, μόνο ο έρωτας θα μπορούσε να εξηγήσει πως τόσοι πολλοί με τόσα λίγα θαυμάζουν αυτά που δεν θα αποκτήσουν ποτέ, αφού τυφλωμένοι και ανόητοι μαζί μεταφράζουν το παραλήρημα της πίστης στην δυστοπία της δυστυχίας τους να θέλουν πάντα αυτό που τους διαφεύγει. Οι ομαδικές και οπαδικές συμπεριφορές είναι το όπιο των λαών, όπως και η επανάσταση η ηρωίνη των διανοουμένων. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και ποδόσφαιρο, μια ανίκητη ομάδα όπως έλεγε και ο Buñuel, ο μέγας αιρετικός του σινεμά.
Τις βασιλικές φιέστες, τις χρυσοποίκιλτες άμαξες, τις όμορφες στολές μαζί με την στρατιωτική πειθαρχία των καλεσμένων, είναι βέβαιο πως ζήλεψαν οι κληρονόμοι της ελέω θεού βασιλείας, αβράκωτοι sans-culottes που πήραν τη θέση και τα προνόμια τους στις καρέκλες των πρωινάδικων και του σύγχρονου lifestyle∙ εκεί που ροδομάγουλα παιδιά με μοντελο-σεξυ-μαμάδες δημιουργούν έναν πεφωτισμένο ιδεατό κόσμο, όπου η δυστυχία και το μαύρο απαγορεύεται, όπως το πάλαι ποτέ έλεγε ο αυτοκράτορας Wilhelm στους υπηκόους του.
Στην σισύφεια πορεία του πεφωτισμένου πολιτισμού, ο άνθρωπος ενώ γλυτώνει από τη δεισιδαιμονία και τον φόβο των φυσικών καταστροφών, από τον φόβο του κεραυνού και της μαγείας, θα βρεθεί εμβρόντητος μπροστά στην απειλή της βόμβας των υλικών και ιδεατών μέσων ολοκληρωτικής κυριαρχίας ενός υλικού πολιτισμού που μαζί με την ιδεολογική κυριαρχία των ΜΜΕ εξοντώνουν την σκέψη και απαγορεύουν τη ρουσσω-ική άποψη για την επιστροφή στη φύση.
Σε ένα τέτοιο ιστορικό πλαίσιο, ένας βασιλικός θάνατος μπορεί να γίνει και βασιλικός γάμος με πολλές κηδείες αφού ο σύγχρονος κόσμος κατάφερε να εξευτελίσει ότι ήταν παλιότερα αδύνατο να εξευτελιστεί: τον ίδιο τον θάνατο που είναι μοναδικός, μοναχικός και απαραβίαστος. Γιατί αυτό που παίρνει μαζί του ο νεκρός είναι οι μυρωδιές και οι μνήμες του, που χωράνε όλες σε μια κόλλα χαρτί που θα καεί μαζί με το σάρκινο ομοίωμα του.
Ο νεκρός δεδικαίωται, χωρίς όμως να μπορεί να μιλήσει για όσα οι οπαδοί της ιστορίας του μπορούν να υποστηρίξουν. Μόνο αυτός ο θάνατος είναι μοναδικός και ελεύθερος, ενώ η υποδούλωση όλων των ζωντανών συλλογική και πιο βαριά και από την ελευθερία, που την κουβαλάς με όλες τις υποδόριες αμφιβολίες για την αναγκαιότητά της και την χρησιμότητά της∙ κυρίως όταν αντιλαμβάνεσαι το βαρύ βήμα του χρόνου να σε εγκαταλείπει, αφήνοντας σε στην μοναδική ελευθερία που δε θα’ θελες ποτέ να έχεις: τη μοναξιά του τέλους, όπου όλοι θα σε τιμούν αλλά και θα σε αποτιμούν, απαξιώνοντας τη μοναδική επιθυμία του κάθε ανθρώπου να είναι τιμημένος εν ζωή και όχι μετά θάνατον, που δεν θα βλέπει και δεν θα ακούει κανέναν, αλλά προπάντων δεν θα τον έχει κανείς ανάγκη…