Η συγκλονιστική ιστορία της μυστικής αποστολής του ελληνικού πολεμικού πλοίου «Φαέθων» στην Κύπρο το 1964, που έμεινε απόρρητη σχεδόν για μισό αιώνα.
Μετά την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 ακολούθησε η υποβολή των 13 σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ και το 1963 έγινε η τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γράφει η Ειρήνη Καρύδη
Τότε ξεκίνησε μία περίοδος ιδιαίτερης έντασης στην Κύπρο μέχρι και το 1967. Προς ενίσχυση της άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας για αντιμετώπιση της εντεινόμενης τουρκικής απειλής, το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία στρατού με Έλληνες αξιωματικούς για στελέχωση της Κυπριακής Εθνοφρουράς
Στις 7 Αυγούστου ξέσπασαν στην περιοχή της Τηλλυρίας αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων, που κράτησαν τέσσερις μέρες μέχρι την 10 Αυγούστου, αεροσκάφη της Τουρκίας επιτέθηκαν με βόμβες ναπάλμ εναντίον θέσεων της Εθνικής Φρουράς, αλλά και κατοικημένων περιοχών, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας δεκάδες άτομα.
Στις πολεμικές επιχειρήσεις εκείνες έλαβαν μέρος και δύο ακταιωροί που εστάλησαν από την Ελλάδα. Δυστυχώς, για το Πολεμικό Ναυτικό αυτά τα δυο πλοία ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, κάτι σαν φαντάσματα!
Τα πλοία λέγονταν «Φαέθων» και «Αρίων», και ήταν δωρεά από τον Αναστάση Λεβέντη στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1964, ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση.
Προσπάθησαν “κακήν-κακώς” να τα επισκευάσουν στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα φεύγοντας από το ναυπηγείο να υπάρχουν ακόμα ζημιές, κυρίως στο «Φαέθων».
Τα πλοία εφτασαν στην Κύπρο χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα και χωρίς ταυτότητα… Για τα 22 μέλη του πληρώματος του «Φαέθων», που ήταν Έλληνες είχαν εκδοθεί ναυτικά φυλλάδια που τους εμφάνιζαν ως Κύπριους ναυτικούς και αποτέλεσαν τη μοναδική ναυτική δύναμη της Κύπρου.
Το μεσημέρι, λοιπόν, της 8ης Αυγούστου 1964 και ενώ μαίνονταν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στη περιοχή Τηλλυρίας, το πλοίο «Φαέθων» δέχθηκε επίθεση από τουρκικά αεροπλάνα. Πλέοντας με μία μόνη μηχανή, εξαιτίας βλάβης δεν είχε τη δυνατότητα ελιγμών.
Παρά τις προειδοποιήσεις του κυβερνήτη Δημήτρη Μητσάτσου προς όσους κληρωτούς στρατιώτες να φύγουν εγκαίρως με μία βάρκα κανένα από μέλη του πληρώματος δεν θέλησε να εγκαταλείψει την αποστολή.
Έμειναν όλοι και κατάφεραν με το μοναδικό πυροβόλο που διέθετε το «Φαέθων», να καταρρίψουν ένα τουρκικό αεροσκάφος F-100. Από τις βολές των υπολοίπων όμως σκοτώθηκαν στο «Φαέθων», ένας αξιωματικός, δύο υπαξιωματικοί και τέσσερις ναύτες από την Ελλάδα, καθώς και ένας Κύπριος.
Ο κυβερνήτης Δ. Μητσάτσος, βαριά τραυματισμένος στο δεξί χέρι (ακρωτηριάστηκε), έριξε το πλοίο στην παραλία και διέταξε την εγκατάλειψη του.
Ακόμα και όταν το πλήρωμα προσπαθούσε να απομακρυνθεί τρέχοντας στη στεριά οι Τούρκοι συνέχιζαν να τους χτυπούν.
Οι νεκροί ήταν οι Παναγιώτης Χρυσούλλης 26 ετών από την Αθήνα (σημαιοφόρος), ο Σπυρίδων Αγάθος 29 ετών από τη Γαρούνα της Κέρκυρας (υποκελευστής), ο Νικόλαος Πανάγος 28 ετών από την Πραγματευτή της Αρκαδίας (υποκελευστής), ο Παναγιώτης Θεοδωράτος 21 ετών από το Μονοπώλαχο της Κεφαλλονιάς (ναύτης), ο Νικόλαος Νιάφας 22 ετών από τη Λαμία (ναύτης), ο Νικόλαος Καπαδούκας 22 ετών από τη Γλώσσα Σκοπέλου (ναύτης) και ο Κύπριος εθελοντής ‘Αντης Φιλήτας 22 ετών από τη Μόρφου.
Για τουλάχιστον μισό αιώνα οι πεσόντες της μάχης του 1964 θεωρούνταν “αγνοούμενοι” μέχρι που ξεχάστηκαν οι άνθρωποι που θυσιάστηκαν.
Το 2018 με 54 χρόνια καθυστέρηση, η Κυπριακή Δημοκρατία επέστρεψε τα λείψανα των πεσόντων στους δικούς τους στην Ελλάδα σε ένα κιβώτιο σκεπασμένο με την ελληνική και την κυπριακή σημαία, χωρίς να τους περιμένουν πλέον γονείς, ίσως όχι και αδέλφια, παρά κάποια παιδιά ή συγγενείς που βρέθηκαν έπειτα από ταυτοποίηση με DNA.