Πριν από μια δεκαετία, τα υπουργεία Οικονομικών κατακλύζονταν από έναν αδυσώπητο πυρετό λιτότητας. Οι κυβερνήσεις έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, ακόμη και με υψηλή ανεργία και αδύναμη οικονομική ανάπτυξη. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά-γράφει ο Εconomist.
Σε όλη τη Δύση, οι περισσότερες οικονομίες βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση. Οι άνθρωποι έχουν δουλειές. Η ανάπτυξη των εταιρικών κερδών είναι ισχυρή. Και όμως οι κυβερνήσεις ξοδεύουν πολύ περισσότερα από όσα εισπράττουν.
Καμία κυβέρνηση δεν είναι πιο σπάταλη από αυτή της Αμερικής. Φέτος, η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου προβλέπεται να παρουσιάσει δημοσιονομικό έλλειμμα (όπου οι δαπάνες υπερβαίνουν τη φορολογία) άνω του 7% του ΑΕΠ -ένα ανήκουστο επίπεδο χωρίς μάλιστα να υπάρχει ύφεση και πόλεμος. Δεν είναι όμως η μόνη σπάταλη χώρα. Η Εσθονία και η Φινλανδία, δύο συνήθως φειδωλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, παρουσιάζουν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Πέρυσι το έλλειμμα της Ιταλίας ήταν τόσο μεγάλο όσο το 2010-11, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-09, και στη Γαλλία αυξήθηκε στο 5,5% του ΑΕΠ, πολύ πάνω από τις προβλέψεις. «Καλώ σε μια συλλογική κλήση αφύπνισης για να ξαναδούμε προσεκτικά όλες τις δημόσιες δαπάνες μας», ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ο υπουργός Οικονομικών Bruno Le Maire.
Ορισμένες χώρες ήταν πιο επιφυλακτικές. Πέρυσι η Κύπρος είχε πλεόνασμα. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία -κοντά στην εξισορρόπηση των προϋπολογισμών τους- συνάδουν αριστοτεχνικά με το μοντέλο της δημοσιονομικής ορθότητας, ακόμη κι αν εξακολουθούν να έχουν κολοσσιαία χρέη. Ωστόσο, η γενική κατεύθυνση είναι σαφής.
Ο Economist έχει αναλύσει δεδομένα από 35 πλούσιες χώρες. Ενώ το 2017-19 η διάμεση χώρα στο δείγμα μας είχε δημοσιονομικό πλεόνασμα, πέρυσι είχε δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 2,5% του ΑΕΠ. Διευρύνθηκαν επίσης τα μέτρα για τα «πρωτογενή» ελλείμματα (εξαιρουμένων των τόκων) και τα «διαρθρωτικά» ελλείμματα (αφαιρούνται από τον οικονομικό κύκλο).
Δύο παράγοντες εξηγούν τη σπατάλη του σαν να μην υπάρχει αύριο.
Ο πρώτος αφορά τους φόρους. Σε όλο τον πλούσιο κόσμο, οι εισπράξεις είναι εκπληκτικά αδύναμες. Στην Αμερική, τα έσοδα από φόρους εισοδήματος που αφαιρούνται από τις αμοιβές μειώθηκαν ελαφρά πέρυσι. Την ίδια στιγμή, οι «μη παρακρατούμενοι φόροι εισοδήματος», συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών κερδών, υποχώρησαν κατά ένα τέταρτο. Η φορολογία των κεφαλαιουχικών κερδών της Βρετανίας είναι 11% κάτω από το πρόσφατο υψηλό της. Και η φορολογική αυτοεκτίμηση της Ιαπωνίας για αυτό το οικονομικό έτος, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες εισφορές στα κέρδη κεφαλαίου, βρίσκεται σε καλό δρόμο για να φτάσει στο 4% χαμηλότερα από το περσινό.
Οι εφοριακοί υποφέρουν εξαιτίας της καταστροφής της αγοράς στα τέλη του 2022 και στις αρχές του 2023. Οι εταιρείες τεχνολογίας, οι οποίες πληρώνουν μεγάλους μισθούς, αφήνουν το προσωπικό να φύγει, περιορίζοντας τις επιστροφές φόρου εισοδήματος. Καθώς οι τιμές των μετοχών έπεφταν, έγινε πιο δύσκολο για τα νοικοκυριά και τους επενδυτές να πουλήσουν μετοχές για κέρδος, μειώνοντας τη δεξαμενή κεφαλαιακών κερδών. Πέρυσι λίγοι άνθρωποι έβγλαν κέρδη από την πωλήσεις σπιτιών καθώς οι τιμές των ακινήτων έπεσαν. Τα ανώτερα στελέχη σε εταιρείες ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, που συχνά λαμβάνουν εισόδημα με τη μορφή επενδυτικών αποδόσεων και όχι συμβατικού μισθού, είχαν μια κακή χρονιά.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι κρατικές δαπάνες. Μετά την όποια δημοσιονομική πολιτική της πανδημίας covid-19, οι κυβερνήσεις έχουν περιοριστεί, αλλά όχι πλήρως. Στην Αυστραλία, οι ηλικιωμένοι σε οίκους φροντίδας ενδέχεται να εξακολουθούν να λαμβάνουν οικονομική βοήθεια κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας -πλέον- κορωνοϊού. Μόνο η Γερμανία, στα μέσα του 2023, κατέλυσε εντελώς τα προγράμματα προστασίας της εργασίας που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η Αμερική εξακολουθεί να πληρώνει βαριές επιστροφές φόρων σε μικρές επιχειρήσεις που κράτησαν τους ανθρώπους στην εργασία κατά τη διάρκεια του lockdown. Στην Ιταλία, ένα προτζεκτ που επινοήθηκε το 2020, με σκοπό να ενθαρρύνει τους ιδιοκτήτες ακινήτων να «πρασινίσουν» τα σπίτια τους, έχει ξεφύγει από τον έλεγχο, με την κυβέρνηση μέχρι στιγμής να έχει εκταμιεύσει στήριξη αξίας άνω των 200 δισ. ευρώ (ή 10% του ΑΕΠ). Το όνομα ενός από τα σχήματα επιδοτήσεων, «Superbonus», θα είχε τρομερά ενδιαφέρον αν δεν ήταν τόσο άχρηστο.
Οι πολιτικοί έχουν γίνει επίσης πιο έτοιμοι να παρέμβουν —και να ξοδέψουν χρήματα— για να διορθώσουν τα -σύμφωνα με τους ίδιους- λάθη. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη διέθεσαν περίπου το 4% του ΑΕΠ για να προστατεύσουν τα νοικοκυριά και τις εταιρείες από τις επιπτώσεις.
Λίγοι, συμπεριλαμβανομένης της Πολωνίας και της Βαλτικής, ξοδεύουν τώρα πολλά για όπλα και στρατιώτες.
Ο πρόεδρος Joe Biden θέλει να σβήσει όσα περισσότερα χρέη φοιτητών μπορεί πριν από τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική τον Νοέμβριο.
Ωστόσο, πόσο καιρό μπορεί να συνεχοστεί όλη αυτή η αλόγιστη δαπάνη; Με την πρώτη ματιά, φαίνεται ότι θα μπορούσε να συνεχίσει για ακόμη λίγο. Οι αγορές βρίσκονται στα όρια τους (ή τα έχουν ξεπεράσει), γεγονός που θα ενισχύσει τις φορολογικές εισπράξεις. Και η βιωσιμότητα του χρέους μιας κυβέρνησης δεν αλλάζει μόνο λόγω του τι συμβαίνει με το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Είναι επίσης προϊόν του συνολικού δημόσιου χρέους, της οικονομικής ανάπτυξης, του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Από το τέλος της πανδημίας, ο πληθωρισμός ήταν υψηλός και η ανάπτυξη σταθερή. Αν και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, παραμένουν αρκετά χαμηλά με βάση τα ιστορικά δεδομένα.
Αυτές οι συνθήκες φέρνουν τους πολιτικούς σε δημοσιονομική δυσκολία. Υπολογίζουμε ότι το 2022-23 η μέση πλούσια χώρα μπόρεσε να παρουσιάσει πρωτογενές έλλειμμα περίπου 2% του ΑΕΠ και παρόλα αυτά να μειώσει τον λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Η ονομαστική αξία του χρέους θα είχε αυξηθεί, αλλά, βοηθούμενο από τον πληθωρισμό, το μέγεθος της οικονομίας θα είχε αυξηθεί ακόμη περισσότερο.
Μερικές χώρες αντιμετώπισαν ένα ακόμη πιο ευνοϊκό περιβάλλον. Ο δείκτης χρέους της Ιταλίας έχει μειωθεί κατά περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2021, παρά τη χαλαρή δημοσιονομική πολιτική της. Η αναλογία στη Γαλλία έχει επίσης μειωθεί. Η Ελλάδα –συνδυάζοντας ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική– έχει δει τον λόγο χρέους της προς το ΑΕΠ να μειώνεται κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες.
Τώρα όμως οι συνθήκες αλλάζουν.
Τα επιτόκια που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν ακόμη, παρόλο που η οικονομική ανάπτυξη και ο πληθωρισμός έχουν μειωθεί.
Στην Αμερική, οι επενδυτές περιορίζουν τα στοιχήματά τους για μειώσεις επιτοκίων από την Federal Reserve. Συνολικά, η δημοσιονομική αριθμητική γίνεται πιο τρομακτική. Για παράδειγμα, ενώ πέρυσι η ιταλική κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε πρωτογενές έλλειμμα έως και 2% του ΑΕΠ και να μειώσει ακόμη τον δείκτη χρέους της, τώρα χρειάζεται να έχει πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ. Σε παρόμοια θέση βρίσκεται και η Αμερική.
Περαιτέρω πτώση του πληθωρισμού, επιβράδυνση της ανάπτυξης ή υψηλότεροι ρυθμοί θα καθιστούσαν ακόμα πιο δύσκολο για τις κυβερνήσεις να σταθεροποιήσουν το χρέος τους.
Δεν είναι περίεργο που οι συζητήσεις για δημοσιονομική εξυγίανση έχουν γίνει πιο έντονες. Η ιταλική κυβέρνηση πιστεύει ότι σύντομα θα αποδοκιμαστεί από την ΕΕ για τη στάση της. Στη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα, που ελπίζει να πάρει την εξουσία σύντομα, υπόσχεται δημοσιονομική ορθότητα. Η γαλλική κυβέρνηση έχει συζητήσει περικοπές στις δαπάνες για την υγεία και τα επιδόματα ανεργίας.
Στην Αμερική είναι πιο ακραία η κατάσταση. Στην κορυφαία οικονομία του κόσμου, η συζήτηση δεν έχει ακόμη γυρίσει ανάποδα. Πριν από τις εκλογές, ο Donald Trump και ο Biden υπόσχονται φορολογικές περικοπές για εκατομμύρια ψηφοφόρους. Αλλά η δημοσιονομική λογική είναι αμείλικτη. Είτε αρέσει στους πολιτικούς είτε όχι, η εποχή των κυβερνήσεων που κάνουν δωρεάν δαπάνες θα πρέπει να τελειώσει…