Η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) συνεχίζοντας την προσπάθεια να πνίξει τον ταχέως εξελισσόμενο πληθωρισμό στις ΗΠΑ προτού γίνει μόνιμο χαρακτηριστικό της αμερικανικής οικονομίας οδεύει προς μια ακόμη αύξηση των επιτοκίων κατά τρία τέταρτα αργότερα αυτόν τον μήνα, παρόλο που η οικονομία δείχνει πρώιμα σημάδια επιβράδυνσης, ενώ αυξάνονται και οι φόβοι για ύφεση.
Από την Jeanna Smialek/New York Times
Τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν ήδη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να οδηγηθούν σε έναν δύσκολο δρόμο: Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει πέσει κατακόρυφα, η οικονομία μπορεί να σημειώσει δύο συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης, οι νέες παραγγελίες εργοστασίων έχουν υποχωρήσει και οι τιμές των εμπορευμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν πέσει απότομα αυτή την εβδομάδα, καθώς οι επενδυτές φοβούνται μια επικείμενη ύφεση.
Αλλά αυτή η αποδυνάμωση είναι απίθανο να αποθαρρύνει τους κεντρικούς τραπεζίτες. Κάποιος βαθμός οικονομικής επιβράδυνσης θα ήταν μεταξύ των ευπρόσδεκτων ειδήσεων για τη Fed, η οποία προσπαθεί ενεργά να χαμηλώσει τους ρυθμούς της οικοινομίας και έτσι η δέσμευση για την αποκατάσταση της σταθερότητας των τιμών θα μπορούσε να κρατήσει τους αξιωματούχους της στην ίδια έντονα επιθετική πορεία τους.
Τα μέτρα για τον πληθωρισμό τρέχουν με ή κοντά στον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και η αγορά εργασίας, αν και δείχνει να μετριάζεται κάπως, παραμένει ασυνήθιστα ισχυρή, με 1,9 διαθέσιμες θέσεις εργασίας για κάθε άνεργο εργαζόμενο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed θεωρείται πιθανό να επικεντρωθούν σε αυτούς τους παράγοντες καθώς προετοιμάζονται για τη συνεδρίασή τους αυτό το μήνα, ειδικά επειδή το επιτόκιο της πολιτικής τους, αυτό που δηλαδή καθοδηγεί το πόσο ακριβό θα είναι να δανειστεί κανείς χρήματα, είναι ακόμα αρκετά χαμηλό με αποτέλεσμα να τονώνει την οικονομική δραστηριότητα αντί να την επιβραδύνει.
Τα πρακτικά από τη συνεδρίαση της Fed τον Ιούνιο, που κυκλοφόρησαν την Τετάρτη, κατέστησαν σαφές ότι οι αξιωματούχοι είναι πρόθυμοι να αυξήσουν τα επιτόκια σε σημείο που να επιβαρύνουν την ανάπτυξη, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εντείνουν τη μάχη τους ενάντια στον πληθωρισμό. Η κεντρική τράπεζα θα ανακοινώσει την επόμενη απόφασή της για το επιτόκιο στις 27 Ιουλίου και αρκετά βασικά σημεία δεδομένων έχουν ήδη τεθεί για δημοσίευση από τώρα, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρόσφατων αριθμών των θέσεων εργασίας για τον Ιούνιο και των ενημερωμένων στοιχείων για τον πληθωρισμό του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Επομένως, η συγκεκριμένη ενέργεια δεν θα προκαλέσει έκπληξη. Ωστόσο, αν υποθέσουμε ότι η οικονομία παραμένει ισχυρή και ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, αυτό που ίσως μπορεί να αλλάξει είναι το μέγεθος της αύξησης του επιτοκίου.
Ο πρόεδρος της Fed, Jerome H. Powell, δήλωσε ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα συζητήσουν μεταξύ μιας αύξησης κατά 0,5 ή 0,75 ποσοστιαίες μονάδες στην ερχόμενη συγκέντρωση, αλλά οι αξιωματούχοι έχουν αρχίσει να παρατάσσονται πίσω από τον ταχύτερο ρυθμό δράσης εάν οι πρόσφατες οικονομικές τάσεις παραμείνουν αμετάβλητες. «Αν οι συνθήκες είναι ακριβώς όπως σήμερα σε αυτή τη συνάντηση, θα υποστήριζα το 75 γιατί δεν έχω δει τους αριθμούς από την πλευρά του πληθωρισμού που πρέπει να δω», είπε η Loretta J. Mester, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Cleveland, σε τηλεοπτική συνέντευξη της την περασμένη εβδομάδα.
Η Fed αύξησε τα επιτόκια κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο, την πρώτη της κίνηση αυτού του μεγέθους από το 1994 και μια ενέργεια που τροφοδοτείται από την αυξανόμενη ανησυχία ότι ο ταχέως εξελισσόμενος πληθωρισμός δεν είχε υποχωρήσει όπως αναμένονταν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να γίνει πιο μόνιμο χαρακτηριστικό της αμερικανικής οικονομίας. Ενώ η μεγάλη αύξηση ήρθε ξαφνικά και οι επενδυτές δεν περίμεναν μια τόσο μεγάλη αλλαγή πριν από την πραγματοποίηση της συνάντησης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως να είναι καλύτερα να προχωρήσουν σε μεγαλύτερα βήματα τον Ιούλιο. Κι αυτό, γιατί αρκετοί οικονομολόγοι σημειώνουν ότι τα επιτόκια συνεχίζουν να παραμένουν αρκετά χαμηλά.
«Αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο ότι το 0,75 είναι ο αριθμός», δήλωσε ο Michael Feroli, επικεφαλής οικονομολόγος των ΗΠΑ στην JPMorgan Chase. «Εκτός αν υπάρξει κάποια πολύ ανησυχητική οικονομική εξέλιξη πριν από τη συνάντηση» πρόσθεσε.
Τα επιτόκια της Fed έχουν οριστεί σήμερα σε ένα εύρος από 1,5 έως 1,75%, το οποίο είναι πολύ υψηλότερο από το σχεδόν μηδενικό καθορισμό τους στις αρχές του 2022, αλλά εξακολουθεί να είναι πιθανώς αρκετά χαμηλό για να τονώσει την οικονομία. Οι αξιωματούχοι είπαν ότι θέλουν να αυξήσουν «τάχιστα» τα επιτόκια μέχρι το σημείο στο οποίο να αρχίσουν να επιβαρύνουν την ανάπτυξη, το οποίο εκτιμούν ότι θα πρέπει να είναι σε ποσοστό γύρω στο 2,5%.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες γνωρίζουν ότι η πιθανότητα για ύφεση είναι αρκετά μεγάλη αν αυξήσουν γρήγορα τα επιτόκια, αν και έχουν πει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι αναπόφευκτο. Αλλά έχουν δείξει ότι είναι πρόθυμοι να προκαλέσουν κάποιο οικονομικό πόνο εάν αυτό είναι που χρειάζεται στη μάχη κατά κατά του πληθωρισμού. Ο Powell έχει επανειλημμένα τονίσει ότι το εάν η Fed καταφέρει τελικά να επιβραδύνει την οικονομία με ήπιο τρόπο, μειώνοντας τον πληθωρισμό, αυτό θα εξαρτηθεί και από παράγοντες εκτός του ελέγχου της, όπως η πορεία του πολέμου στην Ουκρανία και τα «γρυλίσματα» της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού.
Προς το παρόν, οι αξιωματούχοι της Fed είναι απίθανο να ερμηνεύσουν τα σημερινά οικονομικά στοιχεία ως σημάδι ότι η αμερικανική οικονομία είναι σε πορεία ύφεσης. Το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται κοντά στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών, η οικονομία έχει κερδίσει κατά μέσο όρο σχεδόν 500.000 θέσεις εργασίας μηνιαίως μέχρι στιγμής το 2022 και οι καταναλωτικές δαπάνες, ενώ μειώνονται ελαφρώς υπό το βάρος του πληθωρισμού, παραμένουν σχετικά ισχυρές.
Παρ’ όλα αυτά, ο εκνευρισμός μεταξύ των αξιωματούχων παραμένει εξαιτίας τόσο της ταχύτητας αύξησης όσο και της επιμονής του πληθωρισμού. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 8,6% κατά τη διάρκεια του έτους έως τον Μάιο, και αρκετοί οικονομολόγοι λένε ότι πιθανώς να συνέχισε να επιταχύνεται, σε ετήσια βάση και τον Ιούνιο, κάτι που φανεί και στην έκθεση η οποία πρόκειται να δημοσιευθεί στις 13 Ιουλίου.