Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 το Πολεμικό Ναυτικό, μετά την απόσυρση των αντιτορπιλικών “Charles F. Adams”, οπλισμένων με πυραύλους Επιφανείας – Αέρος SM – 1, ευρέθη με κενά εις την αεράμυνάν του αναφορικώς με τα μεγάλα βεληνεκή. Τοιουτοτρόπως, επεδίωξε την αγορά πλοίων αεράμυνας περιοχής (area defense), θεωρόν ότι η εποχή των φρεγατών «γενικών καθηκόντων» είχε οριστικώς εκπνεύσει. Εν ολίγοις, επεδίωξε να αυξήσει δραστικά το βεληνεκές των συστημάτων αεραμύνης του στόλου.
Ι. Θ. Μάζης, Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας, ΕΚΠΑ
Για την κάλυψη των απαιτήσεων αυτών, το Ναυτικό προσεπάθησε να αποκτήσει μεταχειρισμένα αντιτορπιλικά “Arleigh Burke” από τις ΗΠΑ, εφοδιασμένα με το σύστημα αεράμυνας “Aegis”, τούτου μη καταστάντος εφικτού. Έτσι, έθεσε σε ενέργεια ένα πρόγραμμα στοχεύον εις την αγοράν «φρεγατών αεράμυνας περιοχής». Το σχετικόν πρόγραμμα διεξεδίκησαν οι Αμερικανοί με το σύστημα “Aegis” το εφοδιαζόμενον με το ραντάρ “SPY – 1” και πυραύλους Επιφανείας – Αέρος SM – 2, οι Ολλανδοί με τα ραντάρ “APAR” και “SMART – L” και επίσης πυραύλους SM – 2.
Εν συνεχεία όμως, επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, η κατεύθυνσις του προγράμματος εστράφη προς την γαλλικήν φρεγάτα “FREMM” με ραντάρ “Herakles” και πυραύλους “Aster 30”. Οι Γαλλικοί αυτοί πύραυλοι διέθεταν βεληνεκές που υπερέβαινε τα 120 χλμ. Επιπρόσθετον, μεγίστης στρατηγικής σημασίας, προσόν της γαλλικής προτάσεως ήτο και το ότι ο συνδυασμός των με πυραύλους προσβολής χερσαίων στόχων “cruise Scalp Naval” (το βεληνεκές των οποίων υπερέβαινε τα 1000 χλμ), την στιγμήν όπου οι αμερικανικοί “Tomahawk” ήσαν εκτός συζητήσεως διότι δεν αποδεσμεύοντο από τις ΗΠΑ για την Ελλάδα!
Ωστόσο, και η αμερικανική πρότασις ενισχύετο από ισχυρά επιχειρήματα γεωστρατηγικής φύσεως. Μεταξύ των άλλων, υπήρχε το επιχείρημα ότι η απόκτησις του “Aegis” από το Π.Ν. θα εισήγαγε την Ελλάδα εις την ομάδαν των συμμάχων «πρώτης γραμμής» των ΗΠΑ, μαζί με την Ιαπωνίαν, τη Νότιον Κορέαν, την Αυστραλίαν, την Νορβηγίαν και την Ισπανίαν, οι οποίες συγκαταλέγοντο μεταξύ των χρηστών του εν λόγω συστήματος. Επισημαίνεται πως το “Aegis” είναι το κατεξοχήν σύστημα μάχης του Ναυτικού των ΗΠΑ, βασικόν στοιχείον της αμερικανικής αντιβαλλιστικής αμύνης και κομβικόν απάρτιον της αμερικανικής γεωστρατηγικής.
Ωστόσο, δι’ υπερτέρους επιχειρησιακούς, αλλά και κυρίως γεωπολιτικούς, λόγους, η κυβέρνησις Κώστα Καραμανλή εκινήθη προς την γαλλικήν λύσιν. Όμως, η αμερικανική αντίδρασις καθυστέρησε την λήψιν τελικής αποφάσεως και τελικώς, λόγω και των προβλημάτων που προέκυψαν εν τω μεταξύ εις την ελληνικήν οικονομίαν, το πρόγραμμα εματαιώθη.
Εν σωτηρίω έτει, λοιπόν 2020, θα ανέμενέν τις, ότι η συζήτησις περί της νέας φρεγάτας του Π.Ν. θα εκκινούσε εκ του σημείου όπου αυτή είχε διακοπεί, δηλαδή θα επροωθείτο η “καραμανλική” γαλλική, “γεωπολιτικών προδιαγραφών”, λύσις (στην περίπτωσίν μας, των Belh@ra). Αντί τούτου όμως, εκινήθημεν προς το… παρελθόν και επιστρέψαμε εις το 1981!. Ισχυρίζομαι το τοιούτον διότι, οι αμερικανικές φρεγάτες “MMSC”, προς την αγοράν των οποίων προσανατολίζεται η κυβέρνησις σήμερον, είναι ουσιαστικώς βελτιωμένες εκδοχές, αναφορικώς με τις ικανότητες προβολής ισχύος εις τον αέραν και την θάλασσαν, των πρώτων δύο φρεγατών που ενετάχθησαν εις την υπηρεσίαν του Π.Ν. εκείνην την περίοδον, δηλαδή των «Έλλη» και «Λήμνος» (Ναί, ναι, της… “Επακουμβηστρίας” «Λήμνου»! Είναι… “σαραντάρα”!). Συγκεκριμένα, οι “MMSC” είναι «φρεγάτες γενικών καθηκόντων», οπλισμένες με πυραύλους Επιφανείας – Αέρος “ESSM block 2”, το βεληνεκές των οποίων δεν υπερβαίνει τα 50 χλμ, τη στιγμήν που το αντίστοιχον βεληνεκές των πυραύλων SM – 1, που εξόπλιζαν τα αντιτορπιλικά “Charles F. Adams” του Π.Ν. στη δεκαετία του 90 (!), υπερέβαινε τα 70 χλμ (!).
Και τούτον συμβαίνει σήμερον, όπου το «περιβάλλον απειλής» είναι κατά πολύ δυσμενέστερον και πιεστικότερον, από εκείνον του παρελθόντος, εφόσον η τουρκική αεροπορία εφοδιάζεται ολονέν και περισσότερον με συστήματα κρούσεως «μακρού πλήγματος» (stand off), δυναμένη να εξαπολύει πλήγματα εναντίον των εληνικών φρεγατών εξ αποστάσεων ευρισκομένων εκτός βεληνεκούς των αντιαεροπορικών συστημάτων των τελευταίων. Επιπροσθέτως, όπως υποστηρίζει, ο Καθηγητής γεωπολιτικής και σύγχρονων οπλικών τεχνολογιών στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Δρ Κωνσταντίνος Γρίβας, η Τουρκία φαίνεται πως αναπτύσσει ένα πολυεπίπεδο πλέγμα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD), κατά τα κινεζικά πρότυπα, καθιστώντας πολύ επικίνδυνη τη δράση μεγάλων ελληνικών μονάδων επιφανείας κοντά στις τουρκικές ακτές. Όμως, τα περιορισμένα βεληνεκή τόσο των όπλων επιφανείας – αέρος, όσο και επιφανείας – εδάφους των MMSC, τις αναγκάζουν ουσιαστικά να προσεγγίσουν τις τουρκικές ακτές, αν θέλουν να έχουν κάποια συμμετοχή στα πολεμικά δρώμενα σε καιρό επιχειρήσεων.
Όσο δε για τον γεωπολιτικό ρόλο των MMSC, τούτος είναι ουσιαστικά μηδενικός. Καμία αναβάθμισις της Ελλάδος εις το πλαίσιον της αμερικανικής γεωστρατηγικής δεν προσφέρουν, εξαιτίας ακριβώς των χαμηλών επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων. Κατ’ ουσίαν, ο γεωπολιτικός των ρόλος είναι αρνητικός. Η ουσιαστική στόχευση του προγράμματος είναι να ακυρώσουν την υποψηφιότητα των γαλλικών φρεγατών Belh@rra και συνακολούθως να υπονομεύσουν την ελληνογαλλικήν στρατηγική συνεργασία.
Ίσως όμως τα πράγματα να είναι ακόμα χειρότερα. Γιατί, αν ο στόχος των ΗΠΑ ήτο απλώς να αντιτάξουν ένα αντίπαλον δέος εις την γαλλικήν πρότασιν, θα ηδύνατο να προταθεί μια σχεδίασις υψηλών επιχειρησιακών δυνατοτήτων, αντίστοιχων αυτών που προσφέρουν οι γαλλικές φρεγάτες.
1) Συγκεκριμένα, οι “Belh@ra” με τους πυραύλους “Aster 30” προσφέρουν ικανότητες αεραμύνης σε βεληνεκή που ξεπερνούν τα 120 χλμ πράγμα το οποίον σημαίνει ότι μία και μόνη φρεγάτα θα είχε δυνατότητα καλύψεως ολοκλήρου του Αιγαίου!
2) Επίσης, όπως έχουμε γράψει και αναλυτικά στο παρελθόν, διαθέτουν και ικανότητες προσβολής χερσαίων στόχων με τους Scalp Naval (MdCN) σε αποστάσεις μεγαλύτερες των 1000 χλμ και ακρίβεια πλήγματος… 50cm! Δηλαδή δύνανται να δρουν εκτός των ορίων των τουρκικών δικτύων «αντιπροσβάσεως» και «αρνήσεως περιοχής» (area denial) όπως και των όπλων Aέρος – Eπιφανείας μεγάλου βεληνεκούς.
3) Επιπροσθέτως, οι “Aster 30” των νέων εκδόσεων προσφέρουν και ικανότητες αμύνης εναντίον καινοφανών απειλών, όπως είναι οι αντιπλοϊκοί βαλλιστικοί πύραυλοι (ASBM),
4) Η δυνατότης αυτή δεν υφίσταται εις τις “ESSM των “MMSC” οι οποίες θα φέρουν τους “Sea Sparrow” με αρχικήν εμβέλειαν 30χλμ μέχρι την αγοραία διάθεση των νέας γενεάς, οι οποίοι όμως και αυτοί δεν θα δύνανται να υπερβούν την εμβέλειαν των 50χλμ (!).
5) Επίσης, το ράντάρ των “ΜΜSC” δεν δύναται να υπερβεί – περιστρεφόμενον και με “τυφλές γωνίες” – τα 250χλμ, υπολειπόμενο τα μέγιστα ως προς αυτό των Belh@ra το οποίον σταθεροποιούμενον δύναται να κατοπτεύσει ταυτοχρόνως “πλήρη κύκλο ορίζοντος” εις ακτίναν 600χλμ (!).
6) Οι ανθυποβρυχιακές δυνατότητες των MMSC απλώς…δεν υπάρχουν (!) ενώ το Σύστημα ADEMCO των Belh@ra είναι κορυφαίον διεθνώς.
7) Το κόστος των απολύτως ανεπαρκών τεσσάρων αυτών φρεγατών ανέρχεται εις τα 4δις μαζί με τον (επίσης ανεπαρκή την σήμερον) εκσυγχρονισμόν των ήδη υπαρχουσών ΜΕΚΟ οι οποίες ούτως ή άλλως δεν καλύπτουν τις ανάγκες του θαλασσίου μετώπου κατά την παρούσα συγκυρία.
Άρα, έχομε δύο, εντελώς εκ διαμέτρου αντίθετες, επιλογές. Η μία, η γαλλική, προσαρμοζομένη απολύτως εις το μελλοντικόν περιβάλλον απειλής, ενισχύει δραστικώς τις ικανότητες προβολής ισχύος του Π.Ν. και συνεισφέρει αποφασιστικά εις την γεωπολιτικήν αναβάθμισιν της χώρας, ενώ η άλλη, η αμερικανική, επιστρέφει το Π.Ν…. στη δεκαετία του 80 (!), αποδυναμώνουσα γεωπολιτικώς την χώρα, ούσα εις πλήρην ασυμμετρίαν με το παρόν επιχειρησιακόν περιβάλλον και απειλούσα να μετατρέψει τις μονάδες επιφανείας του Π.Ν. από στοιχείον ισχύος εις «αχίλλειον πτέρναν» του κατά θάλασσαν αμυντικού συστήματος της Ελλάδος.
Και τα ανωτέρω, άνευ αναφοράς εις τα τεράστια τεχνικά προβλήματα τα παρουσιαζόμενα εις τα σκάφη “LCS”, αποτελούντα κατ’ ουσίαν την βάσιν των “MMSC” που έχουν παραδώσει το σχετικόν πρόγραμμα εις τον διεθνή περίγελον.
Αναποδράστως λοιπόν, προκύπτει η υποψία ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιδιώκουν απλώς να προωθήσουν τα ιδικά των γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα (πράγμα, τελικώς, κατανοητόν) αλλά έχουν επιλέξει και πολιτικήν στοχεύουσα εις την ανατροπήν του ισοζυγίου ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπέρ της τελευταίας, με ότι αυτό συνεπάγεται.