Κάπου λίγο ώπα με τις μπαλακλάβες
Υπήρξαν όντως γενιές που μεγάλωσαν με το “Φόβο Του Χωροφύλακα”. Το Παλτό δεν τις πρόλαβε, σε καμία από τις τρεις υποστάσεις του, χρονολογικά ομιλώντας. Πρόλαβε όμως τη γενιά που μεγάλωσε με το “Φαιδρό Του Αστυφύλακα”.
Γράφει Το Παλτό
Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή στην σπάνια ηθογραφία του Νίκου Περράκη “Βίος και Πολιτεία” όπου διάφοροι παρατρεχάμενοι, ασχολούμενοι με την κατάσταση ομηρίας στέλνουν ένα όργανο -αστυνομικό όργανο, that is- να τους φέρει πίτσες.
΄Οταν το όργανο εκτελεί ευπειθώς την αποστολή του, στο τέλος τον ψέγουν με σκαιό τρόπο: “Μα που ακούστηκε πίτσα Βεζούβιος χωρίς αντζούγιες;;;;”.
Αν πρέπει να ορίσουμε χρονολογικά το σημείο αυτό, ήταν λίγο μετά την άφιξη της πασοκαρίας. Η φοβία απέναντι στην φαιοπράσινη στολή των χωροφυλάκων, έδωσε τη θέση του σε όργανα που πήγαιναν και έφερναν στο σχολείο παιδιά υπουργών, γραμματέων και λοιπών φαρισαίων, έκαναν τα ψώνια στο σουπερμάρκετ κι, αν χρειαζόταν, έβαζαν κι ένα χεράκι στις δουλειές του σπιτιού. Ήταν η εποχή που η άλλη μισή Ελλάδα που είχε μείνει στην απ’έξω από το Δημόσιο, διορίστηκε επιτέλους και αυτή και λίγδωσε το οκνηρό της αντεράκι. Αυτό στην όμορφη πατρίδα μας ονομάστηκε Κοινωνική Δικαιοσύνη.
Παρένθεση: Κάθε φορά που οργίλα συναισθήματα σας κατακλύζουν, όταν αντικρίζεται τους λογαριασμούς από τα ψώνια, να θυμάστε ότι κατά βάση αυτό οφείλεται στην ομολογία της εκάστοτε κυβέρνησης ότι η ενδημική φοροδιαφυγή δεν θα παταχθεί ποτέ. Οπότε για να συντηρηθεί ο στρατός των Οκν (εκ των Οκνηρών) πρέπει να μας ταράξει στους έμμεσους φόρους. Αυτό στην όμορφη πατρίδα μας είναι το πραγματικό Κοινωνικό Συμβόλαιο, όχι αυτό που βάφτισε η πασοκαρία.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο στην Ελλάδα συνίσταται στο ότι όποιοι πραγματικά δουλεύουν (δικηγόροι, γιατροί, μεγιστάνες του μικροαστισμού, όπως υδραυλικοί και ηλεκτρολόγοι) αισθάνονται την ιερή υποχρέωση να μην πληρώνουν φόρους, ειδικά γνωρίζοντας ότι οι φόροι τους εξορισμού θα καταλήξουν, κυρίως, στην επιμελητεία της στρατιάς της αργομισθίας. Υπάρχουν, φυσικά, και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που πληρώνουν, αναγκαστικά, φόρους. Good luck to them.
Κλείνει η παρένθεση.
Το Παλτό είχε πάντα μια αποκρυσταλλωμένη άποψη για την ΕΛ.ΑΣ. Το πρόβλημα της δεν ήταν τόσο η υποστελέχωση, άσχετα αν περίπου 2 χιλιάδες όργανα ασχολούνται με την φύλαξη σημαντικών προσώπων. Πολύ σημαντική χώρα, για να έχει τόσα πολλά σημαντικά πρόσωπα. Στο μεταξύ, τα όργανα ελπίζουμε να μην ασχολούνται ακόμη με τα ψώνια στα σουπερμάρκετ.
Το πρόβλημα της ΕΛ.ΑΣ., που υπερβαίνει κάθε φιλότιμο και κάθε υπερπροσπάθεια καθενός από τα στελέχη της, ήταν και είναι η ελλειπής, στρεβλή ή και ανύπαρκτη εκπαίδευσή τους.
Μέσα σε όλο αυτό το χρονίζον σκηνικό, κάποιο φωτισμένο μυαλό απόφασισε την δημιουργία της ΕΟΜ. Ήτοι Ειδική Ομάδα Μεταγωγών. Είναι αυτά τα παιδιά με τις μπαλακλάβες που συνοδεύουν τους κρατούμενους κατά την μεταγωγή τους προς και από το δικαστήριο.
Χειμώνα-καλοκαίρι, αν και το καλοκαίρι με τα κοντομάνικά τους και τα μούσκουλα να γυαλίζουν -κατά σύμπτωση, οι περισσότεροι είναι και μπρατσωμένοι- είναι πιο εφετζίδικα τα πράματα.
Είναι εμφανές ότι όποιος σκέφτηκε την ιδέα, είχε στο μυαλό του αυτό ακριβώς το πράγμα: Το εφέ, τη μόστρα. Γιατί όπως σε τόσα και τόσα πράγματα στην όμορφη πατρίδα μας “ποιος τη γαμεί την ουσία;”
Την πρώτη φορά που εθεάθησαν αστυνομικοί με κουκούλες -και αλεξίσφαιρα- να συνοδεύουν κρατούμενους ήταν στα απότοκα της εξάρθρωσης της 17Ν. Οι λόγοι τότε ήταν προφανείς, απόλυτα επιχειρησιακοί.
Πέραν του μεγάλου ερωτήματος αν ήταν (μόνο) αυτά τα στελέχη της οργάνωσης, η ενδεχόμενη πρόθεση κάποιων να κλείσουν τα στόματα των κατηγορούμενων, κατά τη μεταγωγή τους στο δικαστήριο, ήταν θέμα και κοινής λογικής και επιχειρησιακά δικαιολογημένο.
Σήμερα, έχουμε έναν ιδιότυπο ρατσισμό. Τα παιδιά με τις μπαλακλάβες, τα αλεξίσφαιρα και τα μπράτσα δεν εμφανίζονται πάντοτε ανάλογα με τους πραγματικούς κινδύνους που θα προκύψουν κατά τη μεταγωγή.
Η εμφάνισή τους δείχνει να είναι ασύμμετρη, σαν να έχει να κάνει με το εάν η εκάστοτε δίκη είναι από τις λεγόμενες “δίκες προβολής” (Φιλιππίδης, Πισπιρίγκου, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος κ.ο.κ.)
Διερωτάται, ευλόγως, λοιπόν, Το Παλτό: Από ποιόν ακριβώς κινδυνεύει η Πισπιρίγκου -φέρουσα αλεξίσφαιρο γιλέκο και η ίδια, μάλιστα- κατά την μεταγωγή της, έτσι ώστε να τη συνοδεύει μια διμοιρία πάνοπλων ωσάν τους αστακούς, με μπαλακλάβες λες και είναι ναρκοβαρόνος στο Εκουαδόρ;
Από snipers της οργάνωσης Αυτόχθονες Μινάρες που θέλουν να τη βλάψουν επειδή έδωσε κακό όνομα στην καθόλου γραφική μητρόπολη της Αχαΐας; Κι ο Φιλιππίδης -επίσης με τη διμοιρία του και τα αλεξίσφαιρά τους; Από μέλη της φράξιας Έξαλλ@ Ακτιβίστρι@, στελεχωμένη από αμετανόητα tank girls κατευθείαν από τα ‘90s;
Και ο κοινός κατηγορούμενος πρωτοφανούς βιαιότητας συζυγοκτονίας, γιατί συνοδεύεται από απλά, ένστολα όργανα, άνευ μπαλακλάβας και πολυβόλων; Δεν είναι αυτό μια καταφανής διάκριση; Και οι αστυνομικοί που τον συνοδεύουν, ψυχή δεν έχουν και αυτοί; Να μην μπορούν και αυτοί να αισθάνονται ασφαλείς; Να μην μπορούν κι αυτοί την ημέρα του ρεπό τους, που θα βγουν για καφέ στην Τσακάλωφ, να κοκορευτούν; “Με είδες, ρε μαλάκα, δίπλα στον Μπάμπη; Εγώ ήμουνα, ρε”.
Αντί επιλόγου, μια φωτογραφία αρχείου, από το γεγονός που πραγματεύεται η επερχόμενη τηλεοπτική σειρά 17 Κλωστές. Κοιτάχτε με τι περηφάνεια ποζάρουν τα μέλη της ΕΟΜ της εποχής, έχοντας ανάμεσά τους τον καψερό τον τσαγκάρη. Πριν τους “τραβήξουν φωτογραφία” θα είχαν περάσει μια βόλτα από το λουστράκο να κάνει ότι μπορεί με τα διαλυμένα στιβάνια τους. Θα είχαν βάλει και μαντέκα στο μουστάκι. Μέχρι και σκελέα μπορεί να είχαν αλλάξει, που συνήθως την άλλαζαν μια φορά το μήνα -και αν.