Η δύναμη του να απαρνείσαι την αγάπη των άλλων
Το υπόδειγμα του «ροκ» Καζαντζίδη: Επέλεξε να φύγει όταν δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε με τους όρους που επιθυμούσε – Και το μέτρο της μνήμης: Ένα εκατομμύριο εισιτήρια στην ταινία «Υπάρχω» 24 χρόνια μετά τον θάνατο του
Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Όλη η ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη είναι μία στιγμή: η σκηνή που καλεί τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Χρήστο Πυθαγόρα να τους ανακοινώσει ότι θα αποχωρήσει από την δισκογραφία. Είχε ήδη προηγηθεί η ηχηρή αποχώρηση από τα κέντρα διασκεδάσεως το 1965 μετά από το επεισόδιο με έναν μπράβο στην «Τριάνα του Χειλά», ένα θρυλικό κέντρο διασκεδάσεως στις Τζιτζιφιές. Ο μπράβος ενοχλημένος που ο Καζαντζίδης αρνήθηκε να του πληρώσει προστασία μπήκε ένα βράδυ και με την απειλή όπλου τον υποχρέωσε να «πει» 22 φορές το «ένας μάγκας στο Βοτανικό».
Μετά από αυτό ανακοίνωσε στην Μαρινέλα την απόφαση του να μην τραγουδήσει ξανά για τους «νεοπλούσιους» και τους «σαμπανάκηδες».
Η δεύτερη φορά ήταν όμως κομβική. Καθοριστική. Αγανακτισμένος από τον τρόπο που λειτουργούσαν οι εταιρείες πήρε τον ομματιών του και αναχώρησε για τον Άγιο Κωνσταντίνο και την βάρκα του. Η απόφαση ήταν σκληρή: Θα περπατούσε στον δρόμο της εξορίας και της σιωπής. Άγρια πράγματα αυτά για κάποιον που ανέπνεε μέσα στο τραγούδι. Επέβαλλε ποινή και στον εαυτό του, όχι μόνο στην εταιρεία του. Θέλει πολύ μεγάλη δύναμη για να απαρνηθείς την αγάπη των άλλων.
«Το να απαρνείσαι την αγάπη των άλλων είναι η πιο μεγάλη μεταρρύθμιση» λέει ο Ρομπέρτο Μπενίνι σε μια ιταλική ταινία υποδυόμενος τον αποφασιστικό Δήμαρχο που θίγει τα κακώς κείμενα της πόλεως του .
Ο Καζαντζίδης την απαρνήθηκε και αποφάσισε να διανύσει την προσωπική του έρημο για έναν απλό λόγο: Γιατί δεν εκπληρούνταν οι όροι και οι προυποθέσεις που έθετε στον εαυτό του για να ερμηνεύει τραγούδια. Η σκηνή με τον Νικολόπουλο και τον Πυθαγόρα είναι περίπου ρόκ :
Αφού τους ανακοινώνει την απόφαση του να αποσυρθεί τους ζητά να του γράψουν ένα τελευταίο τραγούδι που να κρατά ζωντανούς τους δεσμούς του με τα εκατομμύρια του κόσμου που τον αγάπησαν και δάκρυσαν στο άκουσμα των τραγουδιών του στον κολοφώνα της δόξας του.
«Να πω έτσι αντίο και να την κοπανήσω, να εξαφανιστώ» όπως τους είπε.
Το τραγούδι αυτό ήταν το «Υπάρχω».
Ένα αυθεντικό «λαικό» τραγούδι. Λαικό όχι με την έννοια της εξαιρετικής λαικής μουσικής που έγραψε ο Χρήστος. Λαικό για ο σφρίγος του στίχου του Πυθαγόρα με το οποίο απευθύνθηκε απευθείας με την φωνή καμπάνα στον κόσμο του. Χωρίς ενδιάμεσους . «Υπάρχω και όσο υπάρχεις θα υπάρχω / σκλάβα την ζωή σου θα έχω / και ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς (..) Υπάρχω , στην χαρά σου και στην λύπη, η μορφή μου δεν θα σου λείπει/και ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ».
Το ηχογράφησε και έριξε αυλαία. Ο αναχωρητισμός ως μέθοδος διεκδίκησης του δικαίου και αναγνώρισης της αξίας κάποιου είναι μεγάλη υπόθεση. Απαιτεί σφριγηλή ψυχή για να διαχειριστείς τις συνέπειες της αποχώρησης. Και της μεγάλης αναμονής με την πίστη ότι κάποτε θα δικαιωθείς. Απαιτεί απεραντοσύνη εντός σου για να έχεις την δύναμη να φεύγεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις με τους όρους που επιθυμείς. Έντεκα ολόκληρα χρόνια, αιώνας για έναν καλλιτέχνη, από το 1976 έως και το 1987 κράτησε η αυτοεξορία του.
Η πορεία στην προσωπική του έρημο. Έπρεπε να είναι πολύ θωρακισμένος ψυχικά για να αντέξει τέτοια ταλαιπωρία. Ήταν. Η ζωή του όλη ήταν. Ο πατέρας του του είχε πει : «Δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο ένα νέο ζευγάρι παπούτσια». Το ίδιο είπε και στην Μαρινέλλα όταν του ζήτησε νέο τραπέζι για το σπίτι παράγκα του Αγίου Κωνσταντίνου : «Δεν θα σε κάνει καλύτερο άνθρωπο ένα καινούργιο τραπέζι».
Ο Καζαντζίδης είχε σπονδυλική στήλη. Δεν ήταν κυρτός. Και αν ήταν «κλαψιάρης» καλά έκανε. Μεσουράνησε στην εποχή των δακρύων. Όλη η Ελλάδα έκλαιγε την φτώχεια της. Τι να κάνει; Να κλαίνε οι αλλοι και να γελά αυτός;
Η ζωή τον δικαίωσε. Όχι μόνο γιατι γύρισε στην δισκογραφία το 1987 αλλά γιατί μέχρι το 2001 που έφυγε από την ζωή τον γνώρισε μια ακόμη γενιά. Και μέσα από τις επιτυχίες του δίδαξε στους Έλληνες ηγεσία στην ζωή. Το γεγονός ότι τρέχει ο κόσμος στους κινηματογράφους σήμερα , 24 χρόνια μετά τον θάνατο του και υπολογίζεται ότι τα εισιτήρια θα πλησιάσουν το 1 εκατομμύριο είναι το μέτρο της μνήμης και του εκτοπίσματος.
Στο τέλος κάθε προβολής ο κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα. Αγάπη μετά θάνατον ονομάζεται αυτό. Και όσοι αναζητούν τον ορισμό του μεγάλου και του σπουδαίου ας αναρωτηθούν αν θα τους χειροκροτούν και αυτούς τα πλήθη 25 χρόνια μετά τον θάνατο τους.
Κατά τούτο η ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη είναι βαθιά πολιτική και ιδεολογική. Όχι απλώς αυτοβιογραφική. Είναι επίσης μια ταινία ηθών. Ηθογραφική. Περνούν μέσα από την εξαιρετική σκηνοθεσία του Τσεμπερόπουλου τα έθιμα των Ποντίων, η προσφυγιά, ο σεβασμός στο πρόσωπο της μητέρας, η πίστη στον Θεό με τον σταυρό στο τραπέζι, η λογική της παρέας . Ακόμη και οι κώδικες της νύχτας.
Η ταινία «Υπάρχω» στην οποία πρωταγωνιστούν ο αυθεντικός Χρήστος Μάστορας (κάτι ξέρει από αντιξοότητες στην προσφυγιά) και η γλυκύτατη Κλέλια Ρένεση είναι μια συμπαραγωγή την οποία χρηματοδότησε και εύγε του ο επιχειρηματίας Δημήτρης Μελισσανιδης. Ο οποίος επίσης «έφυγε» από την ΑΕΚ τον ύμνο της οποίας έγραψε ο Στέλιος, στο απόγειο του. Είχε κότσια και αυτός. Πόντιος. Εύγε του γιατί έτσι θα περάσει ένα κομμάτι της νεώτερης ιστορίας μας στις επόμενες γενιές.
Είναι τίμια ταινία γιατί δεν αγιοποιεί τον Καζαντζίδη και σκιαγραφεί όλες τις παραξενιές του στις σχέσεις του χωρίς να εξαιρεί την εξάρτηση του από την επιρροή της μητέρας του Γεσθημανής.
Μαθαίνει επίσης στις επόμενες γενιές ότι ο Καζαντζίδη εισήγαγε την ιδεολογία του «λαικού καπιταλισμού» απαιτώντας ποσοστά από τις εισπράξεις όπως έκανε και ο Φορντ με τους εργαζομένους του. Όλες οι επόμενες γενεές τραγουδιστών χρωστούν σε αυτό τον άνθρωπο τις καλύτερες αμοιβές τους.
Δε θα προσέθετε στην ταινία η αφιέρωση πολλών σκηνών στο παρασκήνιο της διαμάχης του με τον Μάκη Μάτσα και γι αυτό απεφεύχθη. Τα δικαιώματα των τραγουδιών του Στέλιου ανήκουν άλλωστε κατ ουσίαν στην παλαιά MINOS και η αναβίωση της διαμάχης δεν θα επέτρεπε την μετάδοση τους. Αν έλειψε κάτι από την ταινία ήταν ένα εμβληματικό τραγούδι του Στέλιου σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και μουσική Απόστολου Καλδάρα που ακόμη και σήμερα εκφράζει αυθεντικά εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες διότι μοιάζει και με ιδεολογική διακήρυξη:
«Ποιος θα μου δώσει δύναμη
τον κόσμο αυτό ν’ αλλάξω
να φτιάξω όμορφες καρδιές
μεγάλες και πονετικές
τις σκάρτες να πετάξω
Να σου δώσω μια να σπάσεις
αχ βρε κόσμε γυάλινε
και να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε».
Παράλειψις…
>
Από τη Κυριακάτικη Εστία