Οι μετοχές της Deutsche Bank υποχώρησαν την Παρασκευή, ενώ το κόστος ασφάλισης έναντι της χρεοκοπίας της εκτοξεύτηκε, καθώς το θηριώδες χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατακλύστηκε από τον πανικό της αγοράς σχετικά με τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
Από τον Elliot Smith/CNBC
Ειδικότερα, η μετοχή της γερμανικής τράπεζας έφτασε στις χθεσινές συναλλαγές να βυθίζεται έως και άνω του 14% και να κλείνει τελικά με απώλειες 8,5, μετά την πτώση 3,2% που είχε σημειώσει προχθές. Εντός του μήνα δε, ο τίτλος της έχει χάσει πάνω του 1/5 της αξίας της.
Ωστόσο, πολλοί αναλυτές παραμένουν με το τεράστιο ερωτηματικό, γιατί η τράπεζα, η οποία έχει καταγράψει 10 συνεχόμενα τρίμηνα κερδών και διαθέτει ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και φερεγγυότητας, έχει γίνει ο επόμενος στόχος μιας αγοράς που φαινομενικά βρίσκεται σε κατάσταση «αναζήτησης και αυτοκαταστροφής».
Η έκτακτη διάσωση της Credit Suisse από την UBS, στον απόηχο της κατάρρευσης της αμερικανικής Silicon Valley Bank, έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή ανησυχία στους επενδυτές, η οποία ενισχύθηκε από την περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ την Τετάρτη. Οι κεντρικές τράπεζες και οι ρυθμιστικές αρχές ήλπιζαν ότι η συμφωνία διάσωσης της Credit Suisse, με τη διαμεσολάβηση των ελβετικών αρχών, θα βοηθούσε να κατευνάσει τις ανησυχίες των επενδυτών σχετικά με τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Ωστόσο, η πτώση του 167χρονου ελβετικού ιδρύματος και η ανατροπή των κανόνων ιεραρχίας των πιστωτών για την εξάλειψη 16 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (17,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων) από τα πρόσθετα ομόλογα πρώτης βαθμίδας (AT1) της Credit Suisse, άφησαν την αγορά αδιάφορη στο αν η συμφωνία θα είναι αρκετή ώστε να συγκρατήσει τις πιέσεις στον τομέα.
Η Deutsche Bank υποβλήθηκε σε αναδιάρθρωση πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ τα τελευταία χρόνια με στόχο τη μείωση του κόστους και τη βελτίωση της κερδοφορίας της. Ο τραπεζικός κολοσσός κατέγραψε ετήσια καθαρά έσοδα 5 δισεκατομμυρίων ευρώ (5,4 δισεκατομμύρια δολάρια) το 2022, αυξημένα κατά 159% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Ο δείκτης CET1 —ένα μέτρο της τραπεζικής φερεγγυότητας— διαμορφώθηκε στο 13,4% στο τέλος του 2022, ενώ ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας ήταν στο 142% και ο καθαρός δείκτης σταθερής χρηματοδότησής της διαμορφώθηκε στο 119%. Αυτά τα στοιχεία δεν δείχνουν ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας σχετικά με τη φερεγγυότητα ή τη ρευστότητα της τράπεζας.
Ο Γερμανός καγκελάριος Olaf Scholz δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες την Παρασκευή ότι η Deutsche Bank έχει «αναδιοργανώσει και εκσυγχρονίσει πλήρως το επιχειρηματικό της μοντέλο και είναι μια πολύ κερδοφόρα τράπεζα», προσθέτοντας ότι δεν υπάρχει βάση για εικασίες όσον αφορά το μέλλον της.
Ορισμένες από τις ανησυχίες σχετικά με την Deutsche Bank επικεντρώθηκαν στα ανοίγματα της εμπορικής ακίνητης περιουσίας της στις ΗΠΑ και στα σημαντικά παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα. Ωστόσο, η ερευνητική εταιρεία Autonomous, θυγατρική της AllianceBernstein, απέρριψε την Παρασκευή αυτές τις ανησυχίες ως «γνωστές» και «απλώς όχι πολύ τρομακτικές», επισημαίνοντας τις «ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας της τράπεζας».
«Η αξιολόγησή μας για την υποαπόδοση στη μετοχή οφείλεται απλώς στην άποψή ότι υπάρχουν πιο ελκυστικές ιστορίες μετοχών αλλού στον κλάδο (δηλαδή σχετική αξία)», δήλωσαν οι αναλυτές στρατηγικής της Autonomous, Stuart Graham και Leona Li, σε σημείωμα τους. «Δεν έχουμε καμία ανησυχία για τη βιωσιμότητα ή για τα περιουσιακά στοιχεία της Deutsche. Για να είμαστε ξεκάθαροι -η Deutsche ΔΕΝ είναι η επόμενη Credit Suisse».
Σε αντίθεση με τον πληγωμένο ελβετικό δανειστή, τόνισαν ότι η Deutsche είναι «σταθερά κερδοφόρα» και η Autonomous προβλέπει απόδοση της υλικής λογιστικής αξίας 7,1% για το 2023, αυξημένη στο 8,5% έως το 2025.
Στην ίδια γραμμή και οι αναλυτές της Citigroup ανέφεραν ότι το πρόβλημα στη γερμανική τράπεζα μπορεί να οφείλεται και στον «παραλογισμό των αγορών». Αν και αυτό αποτελεί από μόνο του μια ανησυχία, ακόμη πιο ανησυχητικός είναι ο κίνδυνος οι αρνητικές απόψεις να ξεφύγουν από τον έλεγχο και να καταστούν από μόνες τους μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Αυτή η απειλή επισημάνθηκε αυτή την εβδομάδα από τον Mark Branson, ο οποίος είναι επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής των τραπεζών της Γερμανίας (BaFin). Ο ίδιος δήλωσε στο Bloomberg ότι ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ασφαλείς, ένας προβληματικός παράγοντας είναι η «μετάδοση μέσω της ψυχολογίας».
Τα στελέχη της Citigroup αναφέρθηκαν επίσης στο έντονο άλμα που εμφάνισε το κόστος ασφάλισης της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας έναντι χρεοκοπίας (CDS), καθώς και τις ανησυχίες σχετικά με την έκθεση σε εμπορικά ακίνητα και την έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τις τράπεζες και τις ρωσικές κυρώσεις.
«Κανένα από αυτά δεν φαίνεται αρκετά σημαντικό για να εξηγήσει την πτώση, μάλλον θεωρούμε ότι πρόκειται για παραλογισμό των αγορών», ανέφεραν οι αναλυτές της Citi, συμπεριλαμβανομένου του Andrew Coombs, σε σημείωμά τους. Όπως και με την Credit Suisse, «ο κίνδυνος είναι αν θα υπάρξει αντίκτυπος από τα διάφορα πρωτοσέλιδα των μέσων ενημέρωσης στην ψυχολογία των καταθετών, ανεξάρτητα από το αν η αρχική συλλογιστική πίσω από αυτό ήταν σωστή ή όχι», ανέφεραν οι αναλυτές.
«Η Deutsche Bank είχε τα θέματά της με τις ρυθμιστικές αρχές, έχει δει επίσης ασταθή οικονομικά αποτελέσματα και έχει περάσει από αναδιάρθρωση. Η θεμελιώδης διαφορά με τη Credit Suisse είναι ότι η Deutsche έχει επιστρέψει στην κερδοφορία τα τελευταία τρίμηνα, ενώ η ελβετική τράπεζα δεν είχε προοπτικές κερδοφορίας για το 2023», σχολιάζει στο Bloomberg o Paul Van der Westhuizen, αναλυτής της ολλανδικής Rabobank.
Όπως προσθέτει ο ίδιος: «Μετά από όσα συνέβησαν στην Credit Suisse το περασμένο Σαββατοκύριακο, δύο πράγματα μπορεί να παίζουν ρόλο στην Deutsche. Πρώτον, οι επενδυτές δεν θέλουν να κρατήσουν επισφαλείς θέσεις κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Πιθανόν, αυτή την έξοδο βλέπουμε τώρα. Και φυσικά, κάποιος μπορεί να βγάλει χρήματα αν βρίσκεται στη σωστή πλευρά μιας ακραίας αντίδρασης των χρηματιστηριακών τίτλων».
«Οι ευρωπαϊκές τράπεζες γίνονται δέκτες μιας μετάδοσης της κρίσης από όσα γίνονται στον τραπεζικό κλάδο των ΗΠΑ», συνεχίζει ο Van der Westhuizen, «όπου οι περιφερειακές τράπεζες δέχονται πιέσεις στη σκιά της αύξησης των επιτοκίων. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είχαν κανένα θεμελιώδες πρόβλημα. Είναι υγιείς και ιστορικά ισχυρότερες από ποτέ. Έχουν επωφεληθεί από το περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων και οι δείκτες κερδοφορίας τους έχουν ενισχυθεί. Είχαμε την ακραία περίπτωση της Credit Suisse, στην οποία υπήρξε μια απροσδόκητη κρίση εμπιστοσύνης που οδήγησε σε μαζικές εκροές καταθέσεων, αλλά όλο αυτό συνέβη μετά από χρόνια κακοδιαχείρισης και σειρά σκανδάλων».
Σημειώνεται ότι η μετοχή της Deutsche Bank έχει χάσει το 21% της αξίας της φέτος και όλο αυτό τις τελευταίες δύο εβδομάδες.