Αφότου το Ιράν εξέλεξε έναν πιο μετριοπαθή πρόεδρο πέρυσι, η Cecilia Sala, μια Ιταλίδα δημοσιογράφος, σκέφτηκε ότι μπορεί κάτι να είχε αλλάξει στη χώρα, τις εξελίξεις της οποίας κάλυπτε από μακριά.
Από την Emma Bubola*/New York Times
Για δύο χρόνια, το Ιράν απέρριπτε αιτήματα της για βίζα δημοσιογράφου, αλλά της την χορήγησε μετά τις εκλογές. Συνάδελφοι και φίλοι τής είπαν ότι η νέα κυβέρνηση του Ιράν φαινόταν πιο ανοιχτή σε ξένους δημοσιογράφους καθώς προσπαθούσε να φτιάξει τις σχέσεις με την Ευρώπη.
Η κυρία Sala, 29 ετών, δεν είχε ταξιδέψει στο Ιράν από το 2021, προτού μια εξέγερση υπό την ηγεσία των γυναικών και των κοριτσιών απαιτούσε τον τερματισμό της κληρικής εξουσίας. Πήρε λοιπόν ένα αεροπλάνο για την Τεχεράνη, την πρωτεύουσα.
«Ήθελα να δω με τα μάτια μου τι είχε αλλάξει», είπε σε συνέντευξή της στους New York Times στη Ρώμη. Αντιθέτως όμως, απέκτησε από πρώτο χέρι εμπειρία για αυτό που δεν είχε αλλάξει.
Στις 19 Δεκεμβρίου, καθώς ετοίμαζε ένα επεισόδιο ενός ιταλικού podcast που φιλοξενεί η ίδια καθημερινά, δύο πράκτορες από την πτέρυγα πληροφοριών του Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης μπήκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της στην Τεχεράνη. Όταν προσπάθησε να αρπάξει το τηλέφωνό της, είπε, ένας από αυτούς το πέταξε στην άλλη πλευρά του δωματίου.
Της έδεσαν τα μάτια, είπε η Sala, και την πήγαν στη διαβόητη φυλακή Evin, όπου κρατούνται οι περισσότεροι από τους πολιτικούς κρατούμενους του Ιράν και κάποιοι βασανίζονται.
Κάποια στιγμή, όταν ρώτησε για τι την κατηγορούν, της είπαν, σύμφωνα με την ίδια, ότι είχε διαπράξει «πολλές παράνομες ενέργειες σε πολλά μέρη».
Το Ιράν έχει χρησιμοποιήσει την κράτηση αλλοδαπών και πολιτών με διπλό διαβατήριο ως ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής του πολιτικής για σχεδόν πέντε δεκαετίες, από την Ισλαμική Επανάσταση το 1979. Οι κρατούμενοι —δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, διπλωμάτες, τουρίστες— είναι ουσιαστικά όμηροι, τους οποίους η Τεχεράνη αξιοποιεί για την ανταλλαγή κρατουμένων και την απελευθέρωση παγωμένων κεφαλαίων από άλλες χώρες.
Η κυρία Sala φοβόταν από την αρχή ότι είχε συλληφθεί ώστε να κρατηθεί ως όμηρος για ανταλλαγή.
Είπε ότι είχε διαβάσει ότι η Ιταλία είχε συλλάβει έναν Ιρανό μηχανικό τρεις ημέρες νωρίτερα κατόπιν αιτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο μηχανικός, Mohammad Abedini Najafabadi, καταζητείται για τον φερόμενο ρόλο του στην παροχή τεχνολογίας drone για το Ιράν, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε επίθεση που σκότωσε τρεις Αμερικανούς στρατιώτες στην Ιορδανία.
«Βρέθηκα παγιδευμένη σε ένα παιχνίδι πολύ μεγαλύτερο από ό,τι πίστευα», είπε.
Η Sala δήλωσε ότι ανησυχούσε πως εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επέμεναν στην έκδοση του Abedini, θα μπορούσε να παραμείνει στη φυλακή για χρόνια, ενώ η αποφυλάκισή της εξαρτιόταν από την απόφαση του επερχόμενου Αμερικανού προέδρου, Donald J. Trump.
Στο Evin, οι φρουροί έδωσαν στην Sala μια στολή φυλακής, είπε —μια γκρι αθλητική φόρμα, ένα μπλε πουκάμισο και παντελόνι, ένα μπλε χιτζάμπ και ένα μακρύ κάλυμμα γνωστό ως τσαντόρ. Της πήραν επίσης τα γυαλιά, χωρίς τα οποία είναι τυφλή.
Το κελί της είχε δύο κουβέρτες και δεν είχε στρώμα ή μαξιλάρι. Το φως ήταν συνεχώς αναμμένο, ανέφερε, και δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Μόνο μετά από αρκετές ημέρες, όταν επιθεώρησε προσεκτικά τους ανοιχτοκίτρινους τοίχους του κελιού της εκατοστό προς εκατοστό, παρατήρησε μια κηλίδα αίματος και κάτι άλλα σημάδια, είπε, τα οποία ίσως άφησε ένας προηγούμενος κρατούμενος που σημείωνε τις ημέρες, και τη λέξη «ελευθερία» στα Φαρσί.
Της είχαν δεμένα τα μάτια κατά τις ώρες σχεδόν καθημερινών ανακρίσεων στις οποίες καθόταν απέναντι από έναν τοίχο, είπε.
Ο ανακριτής της μιλούσε άψογα αγγλικά, ανέφερε, και της έδειξε ότι γνώριζε καλά την Ιταλία ρωτώντας την αν προτιμούσε τη ρωμαϊκή ή τη ναπολιτάνικη κρούστα πίτσας.
Της επετράπη να μιλάει κατά καιρούς με τους γονείς και τον σύντροφο της στην Ιταλία, είπε, και όταν η μητέρα της μίλησε στους δημοσιογράφους για τις συνθήκες που αντιμετώπιζε η κόρη της στη φυλακή, ο ανακριτής είπε στην Sala ότι εξαιτίας αυτών των παρατηρήσεων, το Ιράν θα την κρατούσε για πολύ περισσότερο.
«Το παιχνίδι τους είναι να σου δώσουν ελπίδα και μετά να χρησιμοποιήσουν την ελπίδα σου για να σε σπάσουν», τόνισε η Sala.
Μέσα από ένα στενό άνοιγμα στην πόρτα του κελιού της, είπε ότι άκουγε ήχους κλάματος, εμετού, βημάτων και χτυπημάτων που έμοιαζαν σαν κάποιος να έτρεχε και να χτυπούσε το κεφάλι του/της στην πόρτα.
«Σκέφτηκα ότι αν δεν με βγάλουν έξω, θα καταλήξω κι εγώ έτσι», είπε η Sala. Φοβόταν ότι αν την κρατούσαν για πολύ «θα επέστρεφα ζώο, όχι άνθρωπος».
Στις 8 Ιανουαρίου, η Sala βρισκόταν σε ένα αεροπλάνο για την πατρίδα της και λίγο μετά, η Ιταλία απελευθέρωσε τον Abedini. Η κυρία Sala αφέθηκε ελεύθερη εν μέρει με τη συνδρομή του Elon Musk, δήλωσαν δύο Ιρανοί αξιωματούχοι. «Έπαιξα έναν μικρό ρόλο», έγραψε αργότερα ο κύριος Musk στο X.
Η Sala είπε ότι ανυπομονούσε να επιστρέψει στη δουλειά της. «Βιάζομαι να επιστρέψω στη δημοσιογραφία», είπε. «Να πω την ιστορία κάποιου άλλου».
Η δοκιμασία της έχει αντηχήσει ευρέως, ιδιαίτερα για τους δημοσιογράφους που θέλουν να ταξιδέψουν στο Ιράν. «Προφανώς, δεν θα επιστρέψω στο Ιράν», είπε η Sala. «Τουλάχιστον όσο υπάρχει η Ισλαμική Δημοκρατία».
*Η Farnaz Fassihi συνέβαλε στο ρεπορτάζ από τη Νέα Υόρκη
*Η Emma Bubola είναι ρεπόρτερ των Times με έδρα τη Ρώμη