Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Bank of America τόνισε ότι η πρόσφατη συζήτηση για το εάν η αμερικανική οικονομία βρίσκεται τεχνικά σε ύφεση ή όχι έχει χάσει το νόημα της, καταδικάζοντας την κυβέρνηση Biden όσον αφορά τη διαμάχη για τη σημασιολογία και την αποτυχία της να κατανοήσει τις πραγματικές πιέσεις που αισθάνεται ο κόσμος στις ΗΠΑ.
Από το Associated Press
Ο Brian Moynihan, επικεφαλής της τράπεζας -ενός από τους μεγαλύτερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στον κόσμο- μίλησε στο Associated Press, την ίδια στιγμή που οι μετοχές στη Wall Street υποχώρησαν απότομα την Τετάρτη, με τις πτώσεις των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας να εξαφανίζουν τα κέρδη του S&P 500 για την τρέχουσα εβδομάδα.
Στα πιο άσχημα οικονομικά νέα, προέκυψε ότι ο αριθμός των ατόμων με τουλάχιστον 1 εκατομμύριο δολάρια στους λογαριασμούς τους στο Fidelity 401(k) μειώθηκε κατά 29% το δεύτερο τρίμηνο του 2022 και ότι ο αριθμός των εκατομμυριούχων του IRA στο Fidelity μειώθηκε κατά 17% σε σχέση με πέρυσι.
Στη συνέντευξη του στο διεθνές πρακτορείο, ο Moynihan τόνισε ότι οι προσπάθειες του Λευκού Οίκου να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι τεχνικά σε ύφεση δεν είναι χρήσιμες για κανέναν. «Η ύφεση είναι μια λέξη. Το αν βρισκόμαστε σε ύφεση ή όχι δεν είναι πραγματικά το σημαντικότερο πράγμα αυτή τη στιγμή», είπε. «Είναι το πώς νιώθουν οι άνθρωποι που το περνούν όλο αυτό».
Πράγματι, το ζήτημα του εάν η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση έχει πολιτικοποιηθεί ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2022. Ενώ ο πληθωρισμός βρίσκεται σε επίπεδο που δεν είχε παρατηρηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η καταναλωτική εμπιστοσύνη των ΗΠΑ πέφτει, άλλοι δείκτες της οικονομίας, όπως η μηνιαία έκθεση για τις θέσεις εργασίας, εξακολουθούν να είναι ισχυροί. Ως απάντηση στις υψηλές τιμές καταναλωτή και χονδρικής, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αύξησε επιθετικά τα επιτόκια με την ελπίδα να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, προσπαθώντας να μην προκαλέσει μεγάλη οικονομική ζημιά.
Ο Moynihan, ο οποίος είναι Διευθύνων Σύμβουλος της BofA από το 2010, ανέφερε ότι η παραδοχή της ύφεσης θα πρέπει να προέλθει από «ένα σωρό ανθρώπους στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης», εννοώντας το Εθνικό Γραφείο Οικονομικών Ερευνών, τον ανεξάρτητο οργανισμό που καθορίζει πότε αρχίζουν και πότε τελειώνουν οι υφέσεις. Ωστόσο, ο ίδιος ανέφερε δύο βασικά ζητήματα που επηρεάζουν αρνητικά τους μέσους Αμερικανούς, τις τιμές του φυσικού αερίου και τα ενοίκια, ως λόγους ανησυχίας.
Ο εθνικός μέσος όρος στις ΗΠΑ για ένα γαλόνι βενζίνης εκτινάχθηκε σε λίγο πάνω από $5 τον Ιούνιο πριν πέσει κάτω από τα $4 την περασμένη εβδομάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο Moynihan φάνηκε να ανησυχεί περισσότερο για το αυξανόμενο κόστος των ενοικίων, τα οποία τείνουν να μην μειώνονται όπως οι τιμές του φυσικού αερίου. «Οι τιμές του φυσικού αερίου μειώνονται ξανά, αλλά τα ενοίκια αυξάνονται κατά 10%, 12%, 15%. Και τα ενοίκια μπορεί να καταλήξουν να παίρνουν το 40% του εισοδήματος των νοικοκυριών», είπε ο Moynihan.
Τα ενοίκια στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τρίτο του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, ο οποίος παρουσίασε ετήσια αύξηση 8,5% τον Ιούλιο από 9,1% τον προηγούμενο μήνα. «Ανησυχούμε για τον καταναλωτή ευρείας βάσης στις ΗΠΑ, για τα ενοίκια που αυξάνονται κυρίως αυτή την περίοδο (συνήθως το φθινόπωρο με τη σχολική χρονιά)» πρόσθεσε.
Ο Moynihan είπε ότι εξακολουθεί να πιστεύει, όπως έχει πει σε προηγούμενες συνεντεύξεις του, ότι συνολικά ο Αμερικανός καταναλωτής είναι ακόμα σε καλή κατάσταση και μπορεί να αντέξει την οικονομική αναταραχή. Υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί που έχουν στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου έχουν σε μεγάλο βαθμό κλειδώσει σε χαμηλό κόστος δανεισμού και ότι τα υπόλοιπα των πιστωτικών καρτών, ενώ αυξάνονται, εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα ως ποσοστό του εισοδήματος των νοικοκυριών. «Δεν βλέπουμε καμία επιδείνωση στη συμπεριφορά των καταναλωτών από την αρχή του έτους μέχρι τώρα», είπε.
Στη συνέντευξη του ανέφερε επίσης ότι υπήρξε κάποια επιβράδυνση στο ποσό των χρημάτων που εξοικονομούν οι Αμερικανοί, κάτι που πιθανότατα οφείλεται στην αύξηση του κόστους ζωής. Ο Moynihan τόνισε ότι οι εταιρείες εξακολουθούν να αυξάνουν τους μισθούς επίσης, κάτι που βοηθά τους Αμερικανούς να αντεπεξέλθουν.
Η ίδια η Bank of America αύξησε τους μισθούς προκειμένου να βοηθήσει τους 200.000 και πλέον υπαλλήλους της να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος. Η εταιρεία έδωσε αυξήσεις σε υπαλλήλους που έπαιρναν λιγότερα από 100.000 δολάρια έως και 7%, ανάλογα με τα έτη εργασίας τους. «(Οι αυξήσεις) βοηθούν τους ανθρώπους να το αντιμετωπίσουν όλο αυτό», πρόσθεσε ο Moynihan.