Ακόμα ένα ισχυρό χτύπημα δέχεται η γερμανική οικονομία καθώς όπως ανακοινώθηκε από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία ο πληθωρισμός υπολογίστηκε στο 10%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη τιμή του τα τελευταία 70 χρόνια. Ανάλογα μεγέθη είχαν σημειωθεί μόνο για την Δυτική Γερμανία, κατά την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70.
Η αύξηση αυτή είναι δε η μεγαλύτερη από την ημέρα που καθιερώθηκε το ευρώ πριν από περισσότερα από 20 χρόνια, και ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη, καθώς έληξαν τα προσωρινά κυβερνητικά μέτρα και παράλληλα με την ενεργειακή κρίση να επιδεινώνεται στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, ο πληθωρισμός τον Αύγουστο ήταν ακόμη στο 7,9% και εκτιμάται ότι εκτοξεύθηκε και λόγω της εκπνοής της ισχύος του ενιαίου εισιτηρίου για όλα τα ΜΜΕ κόστους 9 ευρώ/μήνα και της έκπτωσης στα καύσιμα. Οι τιμές καταναλωτή σημείωσαν άλμα 10,9% από πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ξεπερνώντας την άνοδο κατά 8,8% του Αυγούστου.
Την ίδια στιγμή, σε συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, το μεσημέρι της Πέμπτης, ο καγκελάριος Olaf Scholz ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα λάβει δάνεια και θα χρηματοδοτήσει μια «οικονομική αμυντική ασπίδα» ύψους έως και 200 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση της ανόδου των τιμών ενέργειας. Το μέτρο κρίνεται απαραίτητο «για να ξεπεράσουμε αυτή τη δύσκολη στιγμή», δήλωσε ο ίδιος.
Ο Scholz περιέγραψε ως «διπλό μπαμ» το σχέδιο περιορισμού των συνεπειών των υψηλών τιμών ενέργειας για τους καταναλωτές, ανακοινώνοντας την εισαγωγή ανώτατου ορίου στην τιμή του φυσικού αερίου. «Το διπλό μπαμ θα βοηθήσει ώστε οι τιμές ενέργειας να πέσουν γρήγορα γρήγορα και να το αντιληφθούν όλοι. Κανείς λοιπόν δεν θα πρέπει να ανησυχεί σκεπτόμενος το φθινόπωρο και τον χειμώνα ή τα Χριστούγεννα και την επόμενη χρονιά ή τους λογαριασμούς. Τα ποσά θα πρέπει και πάλι να μειωθούν», πρόσθεσε.
Τα νέα μέτρα ανακούφισης των καταναλωτών, τα οποία θα είναι σε ισχύ έως την άνοιξη του 2024, περιλαμβάνουν ανώτατο όριο τιμής αερίου που θα χρηματοδοτηθεί με κεφάλαια ύψους 150-200 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης (WSF), το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού. Το μέτρο έρχεται να αντικαταστήσει την «εισφορά φυσικού αερίου» που είχε ανακοινωθεί πριν από λίγες εβδομάδες και θα επιβάρυνε τους πελάτες των παρόχων ενέργειας κατά 2,4 σεντ/kWh.
Από την πλευρά του, ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Robert Habeck δήλωσε ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να μειώσουν περαιτέρω την κατανάλωση φυσικού αερίου καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ένας οικονομικός πόλεμος με τη Ρωσία. «Η ενεργειακή κρίση που βιώνουμε στην Ευρώπη κινδυνεύει να εξελιχθεί σε οικονομική αλλά και κοινωνική κρίση», είπε ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας.
Ο Habeck χαρακτήρισε «συνολικότερο, απλούστερο και γρηγορότερο» το νέο σχέδιο και μίλησε για «βελτίωση» από το μέτρο της εισφοράς αερίου, του οποίου υπήρξε εμπνευστής. «Η εισφορά ήταν ένα εργαλείο για τη σταθεροποίηση της αγοράς ενέργειας, με τη μετακύλιση του αυξημένου κόστους των εταιριών ενέργειας στους πελάτες τους. Τώρα έχουμε ένα άλλο εργαλείο, τον οικονομικό όγκο», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Χάμπεκ, ο οποίος ωστόσο τόνισε εμφατικά την ανάγκη όλοι να εξοικονομήσουν ενέργεια τον χειμώνα που έρχεται. Τάχθηκε μάλιστα υπέρ της εισαγωγής κινήτρων για αυτόν τον σκοπό.
Ο υπουργός Οικονομικών Christian Lindner από την πλευρά του δήλωσε ότι βρισκόμαστε σε «ενεργειακό πόλεμο» και επισήμανε ότι μετά τα σαμποτάζ στους αγωγούς Nord Stream 1 και 2 εκμηδενίστηκε η πιθανότητα προμήθειας ενέργειας από τη Ρωσία. «Αυτό που κάνουμε είναι ένα μορατόριουμ της επιβάρυνσης των πολιτών», δήλωσε ο Lindner, ο οποίος είχε και τις σημαντικότερες αντιρρήσεις για το μέτρο και τη χρηματοδότησή του, καθώς επιμένει στην επαναφορά του «φρένου χρέους» από το 2023. «Όταν υπάρχει ανάγκη, όπως τώρα, κινητοποιούμε την οικονομική μας ισχύ», δήλωσε σχετικά και τόνισε ότι το μέτρο δεν αναμένεται να πυροδοτήσει άνοδο του πληθωρισμού, όπως εκτιμούν πολλοί οικονομολόγοι.