Με την κυβέρνηση να άρει σταδιακά τα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης της COVID-19 και το καλοκαίρι, που πάντα προδιαθέτει σε βελτίωση της φυσικής κατάστασης, να είναι μια ανάσα μακριά, πολλοί άρχισαν ήδη να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στην άθληση.
Αυτά τα υπέροχα νέα, ωστόσο, συνοδεύονται και από δυσάρεστα, όσον αφορά στον αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού που αντιμετωπίζουν τόσο οι ερασιτέχνες αθλητές όσο και οι επαγγελματίες, λόγω της παρατεταμένης αποχής από τα γυμναστήρια, τις πισίνες και τα στάδια.
Το μέγεθος του κινδύνου αυτού εξαρτάται από το επίπεδο της άσκησης για τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης κατά τη διάρκεια του lockdown.
«Η πανδημία έχει προκαλέσει σημαντικές αλλαγές σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής μας. Οι τροποποιήσεις αυτές εκθέτουν τους αθλητές σε κινδύνους που αφορούν την υγεία και την ασφάλειά τους. Διότι οι μεταβατικές περίοδοι, δηλαδή το μεσοδιάστημα από την αδράνεια στην δράση, εγκυμονούν υψηλότερο κίνδυνο τραυματισμών, οι οποίοι είναι εν δυνάμει καταστροφικοί για την καριέρα ενός ελίτ αθλητή και εξίσου επώδυνοι για κάθε ασκούμενο.
Γι’ αυτό τόσο οι γυμναστές και προπονητές όσο και οι ίδιοι οι αθλητές θα πρέπει να εξετάσουν τους κανόνες που θα πρέπει να εφαρμοστούν για να μειωθεί ο κίνδυνος τραυματισμού όσων επανέρχονται στις προπονήσεις τους», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης-Μη Μεταγγιστικής Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Κλινική Περιστερίου.
Η αξιολόγηση του ιατρικού ιστορικού του αθλητή είναι ακόμη πιο σημαντική αυτήν την περίοδο, καθώς η πιθανή νόσηση από τον νέο κορωνοϊό, μπορεί να έχει προκαλέσει προβλήματα υγείας που πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν από την επανέναρξη των αθλητικών δραστηριοτήτων.
Αν και η συντριπτική πλειονότητα των νέων που πάσχουν από κορωνοϊό έχουν ήπια συμπτώματα ή παραμένουν ασυμπτωματικοί, η λοίμωξη μπορεί (σπανίως βέβαια) να προκαλέσει άμεσο τραυματισμό ή φλεγμονή στην καρδιά και στα νεφρά.
Το ίδιο σημαντική είναι και η αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης του αθλητή για τον εντοπισμό δυνητικά σοβαρών ιατρικών καταστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμό ή ασθένεια κατά την άσκηση / προπόνηση ή κατά τη διάρκεια των αγώνων. «Η επαναφορά στα επίπεδα που ήταν πριν το lockdown θα πρέπει να γίνει βαθμιαία. Δεδομένου ότι οι τραυματισμοί στο κάτω άκρο αποτελούν περίπου το 66% όλων των αθλητικών τραυματισμών, η προσαρμογή των προγραμμάτων προπόνησης και η σταδιακή ενδυνάμωση, βελτίωση της ισορροπίας, ευκινησίας και ευελιξίας αποτελεί μια καλή στρατηγική για τη μείωση των τραυματισμών.
Το ίδιο ισχύει βεβαίως για το σύνολο των μυών, καθώς πολύ συχνοί είναι και οι τραυματισμοί στον ώμο, όταν οι ασκούμενοι πιέζουν τον εαυτό τους να φτάσουν στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την έναρξη του “εγκλεισμού”», επισημαίνει ο Dr Τριανταφυλλόπουλος. «Διαφορετικά, ακόμα κι ένας ήπιος τραυματισμός θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα σοβαρό πρόβλημα που ενδεχομένως να ταλαιπωρεί τον αθλητή για χρόνια, επιφέροντας λειτουργική ανεπάρκεια και πόνο», προσθέτει.
Για παράδειγμα οι τραυματικές ρήξεις του στροφικού πετάλου του ώμου μπορούν να προκληθούν από τον συνδυασμό άρσης βάρους και απότομης κίνησης του χεριού, από υψηλής έντασης βία και από πτώση στο χέρι.
Η άμεση αντιμετώπισή τους είναι απαραίτητη για τον περιορισμό της βλάβης. Αυτός μπορεί να επιτευχθεί πιο γρήγορα με την τοποθέτηση υπακρωμιακού αποστάτη, δηλαδή ενός μπαλονιού ανάμεσα στο ακρώμιο και την κεφαλή του βραχιονίου. Διαφορετικά ο πόνος είναι πολύ πιθανό να καταστεί χρόνιος και να υποχρεώσει σε αποχή από συγκεκριμένες αθλητικές δραστηριότητες. Επίσης, μπορεί να οδηγήσει σε αρθρίτιδα, η οποία είναι μια προοδευτικά εξελισσόμενη πάθηση που στα τελικά στάδιά της προκαλεί έντονο πόνο και δυσλειτουργία της άρθρωσης. Ο πόνος μπορεί να αντιμετωπιστεί προσωρινά με νευρόλυση με χρήση ραδιοσυχνοτήτων και οριστικά με αρθροπλαστική.
Το ίδιο ισχύει και για την άρθρωση του γόνατος, δεδομένου ότι η αστάθεια που μπορούν να προκαλέσουν οι ρήξεις μηνίσκων και οι συνδεσμικές κακώσεις σε συνδυασμό με τη φθορά της άρθρωσης, είναι πιθανό να προκαλέσουν σε βάθος χρόνου αρθρικές αλλοιώσεις, σε ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας, η οποία αντιμετωπίζεται οριστικά με αρθροπλαστική.
Βέβαια, οι ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι που έχουν επικρατήσει έναντι της κλασικής ανοιχτής μεθόδου για την αντικατάσταση της άρθρωσης με μια τεχνητή καθιστούν την επέμβαση ακόμη πιο ασφαλή, ιδίως όταν πραγματοποιούνται με χρήση ψηφιακού συστήματος πλοήγησης.
Όταν δε αυτές οι επεμβάσεις πραγματοποιούνται με αναίμακτες-μη μεταγγιστικές μεθόδους εξασφαλίζεται γρηγορότερη ανάρρωση, μείωση των πιθανοτήτων διεγχειρητικών και μετεγχειρητικών επιπλοκών, ανοσολογικών επιπλοκών και αλλεργικών αντιδράσεων.
«Κάθε αθλητής επιδιώκει να ξεπερνά τον εαυτό του κάθε φορά που προπονείται. Με την υπέρβαση, όμως, του ορίου που το σώμα μπορεί να ανεχθεί μπορεί να επέλθει μια επώδυνη απόκριση, ένας τραυματισμός. Και επειδή ένας θεραπευμένος τραυματισμός, π.χ. ενός τένοντα, συνδέσμου ή μυός δεν συγκρίνεται με έναν υγιή, θα πρέπει οι αθλητές να αφουγκράζονται το σώμα τους και να προσαρμόζουν σταδιακά το προπονητικό πρόγραμμα, αφού η ικανότητά τους να ανεχθούν το φορτίο της προπόνησης είναι μειωμένο και η επιστροφή στην πλήρη προπόνηση αμέσως θα είχε σοβαρές επιπτώσεις τόσο στον κίνδυνο τραυματισμού όσο και στην απόδοσή τους. Δηλαδή, η τροποποίηση της συχνότητας, του όγκου και της έντασης της προπόνησης πρέπει να αυξάνεται σταδιακά μέχρι να επανέλθει μετά από λίγες εβδομάδες στα προ lockdown επίπεδα», καταλήγει ο Dr Τριανταφυλλόπουλος.